«Η Ελλάς αναγεννάται και ο Φεραίος», του ζωγράφου Θεόφιλου.
«Ένας γυρολόγος μισότρελος, ντυμένος τσολιάς που είχε τη μανία να γεμίζει τους τοίχους στα καφενεία και στα χάνια με αλλόκοτες φιγούρες». Λέγανε οι ντόπιοι. «Ένας μεγάλος ζωγράφος». Έλεγε ορθά κοφτά ο Teriade, αυτός που χρόνια στο Παρίσι κρατούσε τις τύχες της μοντέρνας τέχνης στα χέρια του» έχει γράψει ο Οδυσσέας Ελύτης για τον Θεόφιλο.
Ο Θεόφιλος ήταν γιός τσαγκάρη της Μυτιλήνης. Είχε το θάρρος να προχωρήσει στη ζωή, στηριζόμενος στην αγαθότητα της ψυχής του. Η μητέρα του, ήταν κόρη αγιογράφου. Ονομάζονταν Πηνελόπη Μιχαήλ. Κι αργότερα, όταν ο αγιογράφος αξιώθηκε να προσκυνήσει τους αγίους τόπους, Χατζημιχαήλ. Ο μικρός Θεόφιλός, αγαπούσε πολύ τον παππού του. Τον μάγο, που έπαιρνε σανίδια κι έβγαζε αγίους. Ώρες τον παρακολουθούσε και ο γέρος που ήξερε από ιστορίες, κάθε βράδυ τον έπαιρνε στα γόνατα του και κι εκεί μπροστά στο τζάκι του έλεγε παλιές ιστορίες. Για τον Αχιλλέα και τον Έκτορα. Για τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Ερωτόκριτο. Στα οχτώ του, διάβαζε μόνος του τις φυλλάδες που έπεφταν στα χέρια του και γέμιζε τα μαθητικά του τετράδια με σχέδια και φιγούρες. Τα παιδιά στο σχολείο τον πειράζανε. Καταλάβαιναν στο βάθος ότι ήταν διαφορετικός. Ανώτερος. Και αυτό τους ενοχλούσε. Του έβγαλαν και παρατσούκλι. Τον φωνάζανε «αχμάκη», που σημαίνει «ακαμάτης», «αφελής». Και μια ωραία μέρα του 1887, στις Απόκριες, ντύθηκε φουστανελάς. Κι όταν τελείωσαν οι Απόκριες δεν εννοούσε να αποχωριστεί τη στολή του. «Καημένε Θεόφιλε, τι μασκαριλίκια είναι αυτά;». Του φωνάζανε. Κι εκείνος απαντούσε. «Τι θέλετε να φορέσω φράγκικά; Εγώ Φράγκος δεν είμαι».
Τα χρώματα, τα προετοίμαζε μόνος του. Από κοπανισμένες χρωματιστές πέτρες. Άλλωστε το χρώμα είχε για το Θεόφιλο, τον πρωτεύοντα ρόλο στα έργα του.
Χαρακτηριστικό δείγμα από τα έργα του Θεόφιλου που συνεχίζουν να υπάρχουν, είναι οι τοιχογραφίες στον «Φούρνο του Βελέντζα». Στην Άλλη Μεριά του Βόλου. Η Άλλη Μεριά έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός και ο φούρνος χαρακτηρίστηκε ως διατηρητέο μνημείο. Ο «φούρνος του Βελέντζα» κτίστηκε το 1897, και αυτό φαίνεται στην αναγραφόμενη χρονολογία που είναι χαραγμένη σε μια πλάκα της γρυπίδας μαζί με τα αρχικά του ιδιοκτήτη Κ.Α.. Το κτίριο από το 1897 έως το τέλος του 1970 λειτουργούσε παράλληλα ως φούρνος, μπακάλικο και κρασοπωλείο. Το 1910, διακοσμήθηκε με τοιχογραφίες από το μεγάλο λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο Χατζημιχαήλ. Το 1987 πραγματοποιήθηκαν εργασίες αποκατάστασης του κτιρίου και συντήρησης των τοιχογραφιών, κατά τις οποίες αποκαλύφθηκε και η αρχική επιγραφή του φούρνου με τίτλο “ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΟΝ Η ΙΩΛΚΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΒΕΛΕΝΤΖΑ”.
Η Αρχιτεκτονική του Φούρνου
Ο Φούρνος είναι ισόγειος, λιθόκτιστος, με ορθογωνική κάτοψη. Αποτελείται από μια ενιαία αίθουσα, στα δυτικά της οποίας υπάρχει η εγκατάσταση του φούρνου. Είναι διακοσμημένος με εννέα τοιχογραφίες. Μία στην πρόσοψη και οκτώ στο εσωτερικό του, οι οποίες διατηρούνται μέχρι τις μέρες μας σε άριστη κατάσταση. Σ’ αυτές απεικονίζονται φιγούρες από την ιστορία και την παράδοση. Όπως ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Κώστας Γαρέφης, ο Παναής Κουταλιανός, ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα. Όλες οι τοιχογραφίες έχουν επιγραφές όπως η «Η Ελλας αναγενηθείσα και ο Φεραίος», επιγραφή της εξωτερικής τοιχογραφίας. Οι μορφές είναι χαρακτηριστικές της τέχνης του Θεόφιλου με εκφραστικά μάτια και ζωηρά χρώματα. Ο φούρνος του Βελέντζα πρέπει να είναι – αν όχι ο πρώτος- σίγουρα ένας από τους πρώτους επαγγελματικούς χώρους στην περιοχή Πηλίου – Βόλου που φιλοτέχνησε ο Θεόφιλος. Ο λαϊκός ζωγράφος στόλισε με τη ζωγραφική του τους τοίχους του μικρού μαγαζιού για ένα πιάτο φαγητό και λίγη φιλοξενία, όπως συνήθιζε να κάνει εξάλλου και σε πολλά άλλα μαγαζιά που σήμερα δε σώζονται.
Ο Λαογράφος, Κίτσος Μακρής στη βολιώτικη «ΘΕΣΣΑΛΙΑ» της 12-11-1969, μεταξύ άλλων που γράφει για την Άλλη Μεριά, γράφει για το «Φούρνο του Βελέντζα»: […] Από την πλατεία ανεβαίνοντας προς τα επάνω κι ακολουθώντας το κεντρικό καλντερίμι σε μικρή απόστασι από αυτή δεξιά θα συναντήσουμε το φούρνο του Βελέντζα. Βέβαια ένας φούρνος δεν παρουσιάζει στον διαβάτη κανένα διαφέρον, εκτός μόνο όταν πεινάη ή όταν τον θέλγη η μυρωδιά τού φρεσκοψημένου ψωμιού. Ο φούρνος όμως του Βελέντζα εκτός απ’ τα ψωμιά του έχει να παρουσιάσει και κάτι άλλο ξεχωριστό πού δεν θα το δεις σε κανένα άλλο φούρνο, όσο κι αν ψάξεις. Τι; Την ζωγραφική κι εδώ παρουσία τού λαϊκού ζωγράφου Θεοφίλου, με απεικονισμένα στους τοίχους μέσα κι έξω αγαπημένα γι’ αυτόν θέματα: ήρωες της επαναστάσεως, σκηνές τού Ερωτόκριτου και της Αρετούσας, την καπετάνισσα Μαργαρίτα Μπασδέκη ως και τον… νεώτερο Ηρακλή Κουταλιανό.
Αν δεν ξέρης για την ύπαρξι τούτου του φούρνου, μπορεί και να περάσης χωρίς να δώσης καμμιά ιδιαίτερη προσοχή, εκτός μόνο αν κάποιος βρεθή και σ’ ένημερώση γι’ αυτόν.
Μια πινακιδούλα στην αρχή του δεν θα ήταν άσχημη ιδέα. Γιατί ο ξένος επισκέπτης στο κάθε μέρος που πάει για πρώτη φορά, πάντα επιθυμεί να δη κάτι το ξεχωριστό και αξιόλογο σ’ αυτόν. Στην περίπτωσι που υπάρχει γιατί να μην προβάλλεται; Βέβαια σ’ αυτό πρέπει να συγκατατεθή κι ο ιδιοκτήτης του φούρνου, διότι το κτίριο δεν είναι κοινοτικό οπότε ελεύθερα θα μπορούσε να προβληθή από την Κοινότητα κι έτσι η προβολή του εξαρτάται από την καλή θέληση εκείνου.[…] Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Κίτσος Μακρής με το βιβλίο του “Ο ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο” (1939) συγκαταλέγεται στους πρώτους μελετητές του.
Δεν άλλαξαν πολλά μετά από αυτή την περιγραφή του Κίτσου Μακρή. Σήμερα το κτίριο παραμένει κλειστό. Ο φούρνος ανήκει εξ ημισείας στους παλιούς ιδιοκτήτες και στο Υπουργείο Πολιτισμού, με αποτέλεσμα να υπάρχουν προβλήματα σχετικά με την συντήρηση, την επισκεψιμότητα και την ανάδειξη του χώρου. Ένας χώρος που πρέπει να αναδειχθεί παράλληλα με την οικία Κοντού- το Μουσείο Θεόφιλου στην Ανακασιά. Γιατί ο ζωγράφος Θεόφιλος ήταν ένας άνθρωπος που ξεχώρισε. Ήταν σεμνός και αθόρυβος, όπως όλοι που κάνουν καλό σε αυτόν τον τόπο. Αγαπούσε την καλή ζωγραφική και τη μικρή του πατρίδα.