Το τελευταίο καναρίνι
Κρατάει στα χέρια του ένα χαρτάκι, με κάποιες ημερομηνίες γραμμένες. Το τράβηξε από την άκρη του μοναδικού κλουβιού που απέμεινε. «Είναι οι ημερομηνίες που κρατούσα για τα πουλιά. Για τις γεννήσεις και τα αβγά» εξηγεί ο κύριος Δαυίδ. Στέκεται μπροστά στο ένα και μοναδικό καναρίνι που του απέμεινε, μετά την καταστροφική φωτιά στις Ροβιές. Το σπίτι του δεν κάηκε, σε αντίθεση με τον γείτονα του, του κυρίου Λεωνίδα. Ο Δαυίδ Σγούτζος, είναι 83 ετών και ο γείτονας του, ο Λεωνίδας Αγγελόπουλος 77. Μένουν μόνιμα στις Ροβιές Ευβοίας.
«Το μεγάλο μου πάθος από επτά χρονών, είναι τα πουλιά» λέει ο κύριος Δαυίδ και συνεχίζει: «Είχα 39 καναρίνια. Με τις μητέρες και τα μικρά, αν δεν έπιανε η φωτιά, θα γινόταν γύρω στα 60. Είχα ένα κλουβί με φωλιές εδώ έξω και κάποια άλλα στο δωματιάκι. Αυτά που ήταν έξω κάηκαν και δεν έμεινε τίποτε. Ούτε φτερό. Εκείνα μέσα στο δωματιάκι, έσκασαν από την ζέστη». Η στεναχώρια είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. «Έμεινε όμως ένα» λέει και αμέσως το χαμόγελο επιστρέφει στο πρόσωπο του. Μας πηγαίνει πίσω από το σπίτι. Μέσα σε ένα κλουβί, υπάρχει ένα τελευταίο θηλυκό καναρίνι. «Μόνον αυτό έμεινε. Δεν ξέρω πως έγινε αυτό. Επέζησε. Τα αγαπώ πολύ τα πουλιά. Παλιά είχα και τρυγόνια. Τι να πεις. Τουλάχιστον το σπίτι μου δεν κάηκε. Δεν είχα καθόλου ξυλεία. Μόνον το κιόσκι κάηκε που ήταν ξύλινο, με το αμπέλι που το είχε φυτέψει ο πατέρας μου. Είχα μαζέψει και τις τέντες και έτσι το σπίτι σώθηκε».
Ακριβώς πλάι, κύριος Λεωνίδας, είδε οι κόποι 35 χρόνων να καταστρέφονται μέσα σε λίγες ώρες. Οι δύο όροφοι του σπιτιού του κάηκαν. Σώθηκε μόνον το υπόγειο και πλέον μένει εκεί με τις οικογένειές των δύο θυγατέρων του. «Πάλι καλά που δεν έπαθε κανένας τίποτε» λέει και συνεχίζει: «Οι γαμπροί μου έμειναν πίσω για να προστατέψουν το σπίτι, αλλά μόλις τελείωσε το νερό, έφυγαν. Δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι. Ήρθα στις Ροβιές το 1970 και δούλευα στην χαρτοποιία. Δουλέψαμε σκληρά όλα αυτά τα χρόνια. Μέσα σε τρείς ώρες, χάθηκαν όλα. Είχα και ένα κτήμα πιο πάνω. Κάηκε κι αυτό». Ο κύριος Λεωνίδας κάθεται μόνος του σε μια καρέκλα, μπροστά στο καμένο σπίτι. Οι κόρες του και οι γαμπροί του, συμμαζεύουν ότι μπορεί να συμμαζευτεί από τα καμένα σπίτια. Φωνάζει στην γυναίκα του από το υπόγειο και μας φέρνει πεπόνι. «Φάτε το. Πρέπει να το τελειώσουμε» μας λέει. Σε λίγο θα έρθει και το συνεργείο του Alpha. Θα τους κεράσει κι αυτούς πεπόνι.
Καθόλου σχόλια
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.