Ανθρωποι κι Υπάνθρωποι στην Ειδομένη
Ο καταυλισμός της Ειδομένης έχει τα πάντα. Έχει ανθρώπους, που έρχονται από όλο τον κόσμο για να βοηθήσουν τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και έχει και υπανθρώπους, οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να έρθουν από οπουδήποτε για να εκμεταλλευτούν την ανάγκη και τον ανθρώπινο πόνο προκειμένου να θησαυρίσουν.
Το απόγευμα της 6ης Δεκεμβρίου, ένα ακόμη φορτηγό με ξύλα, είχε αδειάσει το περιεχόμενο του στο χωράφι πλάι στις καντίνες, προκειμένου να μπορέσουν οι μετανάστες που ζουν εδώ και είκοσι περίπου ημέρες στις σκηνές, να ζεσταθούν. Μόλις το αντιλήφθηκαν, έρχονταν και έπαιρναν ξύλα για να τροφοδοτήσουν τις φωτιές που είχαν ήδη ανάψει στις «γειτονιές» τους. Εκεί στάθμευσε και ένα ταξί. Άνοιξε το πορτ μπαγκάζ του και φόρτωνε τα ξύλα των προσφύγων και των μεταναστών. Όχι βέβαια για να τους βοηθήσει να τα κουβαλήσουν μέχρι τις σκηνές τους, αλλά για να τα πάρει σπίτι του. Έκλεβε δηλαδή τους μετανάστες. « Έξις, Δευτέρα φύσις» λένε. Δεν ήταν και κάτι σοβαρό. Έκλεβε από τους ανήμπορους και τους κατατρεγμένους, όμως δεν ήταν η πρώτη φορά. Τόσες εβδομάδες που εξελίσσεται το δράμα της Ειδομένης, θα έχει κλέψει τόσες φορές, που του έχει γίνει συνήθεια.
Την ίδια ημέρα, φωτορεπόρτερ μεγάλου ειδησεογραφικού πρακτορείου, περιμένοντας ώρες ολόκληρες στον καταυλισμό της Ειδομένης για την εξέλιξη του ρεπορτάζ, πείνασε και είπε να πάρει ένα σάντουιτς από τις καντίνες. «Τι σάντουιτς έχετε;» ρώτησε. Η υπάλληλος, με σπαστά ελληνικά του είπε: «Με πατάτες και κοτόπουλο. Κάνει πέντε ευρώ». Η αντίδραση του συναδέλφου ήταν λογική και επόμενη: «Είστε με τα καλά σας; Πέντε ευρώ για ένα σάντουιτς;» Μια φωνή ακούστηκε από το βάθος της καντίνας, απευθυνόμενη προς την υπάλληλο: «Είναι δικός μας. Δύο ευρώ κάνει». Όπως έλεγαν δηλαδή σε κάποια άλλη περιοχή της Ελλάδας: «Συσσίτιο μόνον για Έλληνες».