Η Δασκάλα της κουκουβάγιας
Το δροσερό αεράκι που φυσούσε έξω από το ανοιχτό παράθυρο, έφερνε τις μυρωδιές της άνοιξης μέσα στο δωμάτιο, ενώ το τιτίβισμα των χελιδονιών που πετούσαν από δω και από κει με μεγάλες ταχύτητες, δεν την άφηναν με τίποτε να συγκεντρωθεί. Η μικρή Νικολέτα προσπαθούσε να διαβάσει τα μαθήματα της, όμως ήταν μάταιο. Αναστέναζε και ξαναναστέναζε.. Κοιτούσε το βιβλίο της με την ανάγνωση αλλά δεν μπορούσε να διαβάσει ούτε πρόταση. Το μυαλό της ταξίδευε αλλού. Έξω από το κλειστό δωμάτιο. Στο απέναντι πλατάνι που είχε γίνει πλέον καταπράσινο. Στα χελιδόνια που εκτελούσαν τιτιβίζοντας χαρούμενα, επικίνδυνες πτήσεις με μεγάλες ταχύτητες. Στην παιδική χαρά που βρίσκονταν κοντά στο σπίτι. Στα λουλούδια που είχαν ανθίσει και στις πεταλούδες που είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνιση τους.
«Είναι άδικο. Γιατί να μην υπάρχει ένας τρόπος να είναι πιο εύκολο το διάβασμα; Όσο και να προσπαθήσω, όσο και να διαβάζω, δεν πρόκειται να γίνω ποτέ καλή μαθήτρια. Δεν έχω ταλέντο. Το ξέρω. Όλα μου φαίνονται βουνό. Όλα μου φαίνονται πανδύσκολα» μονολογούσε η Νικολέτα ξεφυλλίζοντας δίχως όρεξη το βιβλίο της. Μια σελίδα της τράβηξε την προσοχή. «Κουκουβάγια. Του πουλί της σοφίας» έγραφε ο τίτλος του μαθήματος. Τότε ήταν που της ήρθε μια τρελή ιδέα. Μια ιδέα που θα έσωζε την ίδια αλλά και τα παιδιά όλου του κόσμου, από το βαρετό διάβασμα. Το σχέδιο ήταν απλό αλλά ευφυέστατο. Θα πήγαινε στο δάσος, θα αιχμαλώτιζε μια κουκουβάγια και θα την έβαζε να της κάνει τα μαθήματα.
Την άλλη ημέρα κιόλας, έστησε μια παγίδα στο δάσος και περίμενε. Δεν πέρασε πολύ ώρα –και αφού απελευθέρωσε πρώτα κάποια άλλα πουλιά που είχαν πέσει στην παγίδα της- αιχμαλώτισε μια κουκουβάγια. Την έβαλε σε ένα καλάθι και την πήγε στο σπίτι της.
Ανυπομονούσε να έρθει η ώρα του διαβάσματος. Μετά το σχολείο, αγνόησε τις προτάσεις των συμμαθητριών της για λίγο κυνηγητό στην αυλή.
«Δεν προλαβαίνω θέλω να πάω στο σπίτι για να διαβάσω» τους είπε και έφυγε τρέχοντας για το σπίτι. «Μήπως αρρώστησε;» αναρωτήθηκαν οι φίλες της, κι άρχισαν να παίζουν σχοινάκι.
Η Νικολέτα, πήγε σπίτι, κλείδωσε την πόρτα του δωματίου της, αράδιασε τα βιβλία επάνω στο γραφείο της και τελευταίο ανέβασε το καλάθι με την κουκουβάγια. Γέμισε ένα μπολάκι με σπόρους, το έβαλε μπροστά στο πουλί και του είπε:
«Ξέρω ότι είσαι το πουλί της σοφίας. Θα κάνουμε μια συμφωνία. Εσύ θα μου κάνεις τα μαθήματα και εγώ θα σε ταΐζω όσους σπόρους θέλεις. Η κουκουβάγια την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια, έβγαλε έναν παράξενο ήχο και γύρισε το κεφάλι της πρώτα αριστερά και μετά δεξιά, εξερευνώντας τον χώρο. Πέρασε πολύ ώρα και η κουκουβάγια δεν έλεγε να κουνηθεί από την θέση της. «Σου είπα ότι θέλω να μου κάνεις τα μαθήματα. Μη κάνεις τη χαζή» φώναξε εκνευρισμένη η Νικολέτα και το πουλί τραβήχτηκε λίγο προς τα πίσω φοβισμένο. Ο παππούς της, που περνούσε εκείνη την ώρα έξω από το παράθυρο, άκουσε τα πάντα.
Σε λίγο χτυπούσε την πόρτα του δωματίου της Νικολέτας. «Ποιος είναι;» είπε η μικρή βάζοντας γρήγορα την Κουκουβάγια και πάλι πίσω στο καλάθι της. «Εγώ Νικολέτα» είπε ο παππούς. «Έχω να σου πω κάτι που θα σε ενδιαφέρει πολύ» συμπλήρωσε. Η Νικολέτα ξεκλείδωσε την πόρτα και ο παππούς μπήκε γρήγορα μέσα στο δωμάτιο, κοιτάζοντας την εγγονή του συνωμοτικά. «Τα είδα όλα» της ψιθύρισε. «Κλείδωσε την πόρτα και έλα σου πω» συμπλήρωσε. Η Νικολέτα κλείδωσε την πόρτα και κάθισε πλάι στον παππού της. «Είδα τα πάντα. Είδα την κουκουβάγια και κατάλαβα τι θέλεις να κάνεις. Όταν ήμουν μικρός, είχαμε στο σχολείο, ένα παιδί που από την μια μέρα στην άλλη, έγινε ο καλύτερος μαθητής της τάξης. Κανένας δεν μπόρεσε να καταλάβει πως τα κατάφερνε. Εγώ όμως, μια μέρα τον είδα να κουβαλάει ένα καλάθι ολόιδιο με το δικό σου. Τον ακολούθησα και έμαθα το μυστικό του. Είχε παγιδεύσει μια κουκουβάγια και την έβαζε να του κάνει τα μαθήματα» διηγήθηκε ο παππούς. «Kαι εγώ το ίδιο έκανα, αλλά η κουκουβάγια μου δεν φαίνεται να καταλαβαίνει τι της ζητάω» διαμαρτυρήθηκε η Νικολέτα.
«Πριν από λίγες μέρες, είχα πάει για βόλτα στα πανεπιστήμια. Εκεί συνάντησα τον παλιό συμμαθητή μου. Με κάλεσε για καφέ στο γραφείο του, αφού πλέον είναι καθηγητής. Όταν μπήκαμε μέσα στο γραφείο, είδα σε μια άκρη, το καλάθι με την κουκουβάγια. Δεν κρατήθηκα και του αποκάλυψα, ότι γνωρίζω το μυστικό του. Τον ρώτησα μάλιστα πως τα κατάφερε και μου είπε ότι οι κουκουβάγιες είναι μεν σοφά πουλιά, αλλά γνωρίζουν μόνον τα μαθήματα του σχολείου των πουλιών. «αν θέλεις να κάνει και τα μαθήματα των ανθρώπων, θα πρέπει να τη διδάξεις» μου είπε χαρακτηριστικά και μου έκανε μια επίδειξη. Την έβαλε να μας εξηγήσει τη θεωρία της σχετικότητας, και όταν την είδα να γράφει με το στυλό τα νούμερα και τους τύπους, δεν πίστευα στα μάτια μου. Το ίδιο να κάνεις και εσύ. Να διδάξεις στην κουκουβάγια σου ώστε να μπορεί να σου κάνει τα μαθήματα» ολοκλήρωσε τα λεγόμενα του ο παππούς και έφυγε από το δωμάτιο, αφήνοντας μόνη τη Νικολέτα με το πρόβλημα της.
Το μικρό κορίτσι, από εκείνη τη μέρα, αποφάσισε να διδάξει στην κουκουβάγια της όλα αυτά που χρειαζόταν προκειμένου να της κάνει τα μαθήματα.
Στο σχολείο, πρόσεχε πλέον πάρα πολύ αυτά που έλεγε η δασκάλα και πολλές φορές, κρατούσε ακόμη και σημειώσεις προκειμένου να μπορεί να διδάξει την κουκουβάγια της όταν θα επέστρεφε στο σπίτι. Ο καιρός περνούσε, όμως η κουκουβάγια δεν μάθαινε τίποτε. Στέκονταν πάντα εκεί μπροστά στη Νικολέτα και την κοιτούσε με απορία. «Ίσως δεν μπορεί να καταλάβει γιατί δεν ξέρει τα προηγούμενα» σκέφτηκε το κορίτσι και αποφάσισε στις διακοπές και στα Σαββατοκύριακα να κάνει επαναλήψεις στην κουκουβάγια της. Έτσι περνούσε ο καιρός και η Νικολέτα δίχως να το καταλάβει, έγινε η καλύτερη μαθήτρια της τάξης. Έπαιρνε πάντα «άριστα μπράβο» στην ορθογραφία αλλά και στην αντιγραφή και στα μαθηματικά. Μόλις τελείωσε το σχολείο, η δασκάλα της, την συνεχάρη μέσα στην τάξη, επειδή ήταν η καλύτερη μαθήτρια, ενώ οι φίλες της ήθελαν να μάθουν το μυστικό της. Τις κάλεσε λοιπόν ένα απόγευμα όλες στο σπίτι, τις έβαλε να καθίσουν στον καναπέ απέναντι από το γραφείο και τους παρουσίασε το μυστικό τις επιτυχίας της. Την κουκουβάγια.
Τα κορίτσια όμως, μόλις αντίκρισαν το μεγαλόσωμο πουλί, έβαλαν τις φωνές. Η κουκουβάγια τρόμαξε και άρχισε να πετά μέσα στο δωμάτιο. Έγινε πανζουρλισμός. Οι φίλες της Νικολέτας, έτρεχαν τσιρίζοντας αριστερά και δεξιά ενώ η κουκουβάγια χτύπησε με δύναμη επάνω στο μισάνοιχτο παράθυρο. Με το χτύπημα, το άνοιξε διάπλατα και αφού σηκώθηκε ξανά στα πόδια της, πήδηξε έξω και χάθηκε γρήγορα στο δάσος. Τα κορίτσια ξεφυσούσαν με ανακούφιση, ενώ η Νικολέτα ήταν απαρηγόρητη. «Την πάτησα. Τι θα κάνω τώρα; Πως θα συνεχίσω να είμαι καλή μαθήτρια;» έλεγε και τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Εκείνη την ώρα μπήκε μέσα στο δωμάτιο ο παππούς της. Μόλις η εγγονή του εξήγησε τι της είχε συμβεί, την πήρε στην αγκαλιά του και της είπε: «Μπορεί εσύ να μην κατάφερες να διδάξεις την κουκουβάγια σου, αλλά εκείνη σε δίδαξε με τον τρόπο της. Σε δίδαξε ότι με την προσπάθεια και την μελέτη μπορείς να γίνεις ο καλύτερος μαθητής της τάξης. Δεν χρειάζεσαι καμία κουκουβάγια από δω και πέρα. Αυτό που χρειάζεσαι είναι να προσέχεις στο μάθημα και να διαβάζεις μόλις επιστρέφεις στο σπίτι. Όπως έκανες και με την κουκουβάγια. Και έτσι θα είσαι και πάλι η καλύτερη μαθήτρια της τάξης».
Τότε η Νικολέτα συνειδητοποίησε ότι η επιτυχία της δεν ήρθε λόγω της παρουσίας της κουκουβάγιας, αλλά λόγω της δικής της προσπάθειας και από κει και πέρα δεν έψαχνε για κανένα έξυπνο πουλί να τη βοηθήσει. Βασιζόταν στις δικές της δυνάμεις και στη δική της προσπάθεια.
Όσον αφορά τη κουκουβάγια, έμαθα ότι άνοιξε ένα σχολείο «ξένων γλωσσών» για πουλιά σε μια κουφάλα του δάσους και βάλθηκε να διδάξει σε όλα τα πουλιά του δάσους να διαβάζουν και να μιλάνε ανθρώπινα. Αν λοιπόν ποτέ συναντήσετε στο δάσος ένα πουλί που να μιλάει, να του πείτε ότι γνωρίζετε την Νικολέτα. Τη δασκάλα της δασκάλας του. Άκουσα μάλιστα, ότι οι καλύτεροι μαθητές της κουκουβάγιας της Νικολέτας, είναι οι παπαγάλοι. Μάλλον έτσι εξηγείται το ότι κάποιοι από αυτούς μπορούν και μιλάνε.
Καθόλου σχόλια
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.