Τρίτη γενιά πρόσφυγας
Στην Παλαιστίνη, στην περιοχή της Βηθλεέμ, στο χωριό Walaja υπάρχει ένα ελαιόδεντρο, το οποίο εκτιμάται, ότι είναι 4.000 ετών. Είναι ένα από τα παλαιότερα ελαιόδεντρα στον κόσμο και ονομάζεται Al-Badawi. «Ο Νομάς» δηλαδή. Έχει ύψος 12 μέτρα και ο κορμός του, έχει διάμετρο 25 μέτρων. Αποτελεί εθνικό θησαυρό για τους Παλαιστίνιους και έμπνευση, ώστε να συνεχίσουν τον αγώνα τους, προκειμένου να τους επιτραπεί κάποτε να επιστρέψουν στα χωριά τους.
Στα χωριά που βρίσκονται γύρω από αυτό το δέντρο, το οποίο όπως λένε, παρά τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζει συνεχίζει να υπάρχει. Αντιστέκεται με την παρουσία του. Η αντίσταση του, είναι η παρουσία του. Έτσι και οι Παλαιστίνιοι που συνεχίζουν για τρείς και τέσσερις γενιές να ζουν σε προσφυγικούς καταυλισμούς, αντιστέκονται με την παρουσία τους.
Από το χωριό Walaja κατάγεται κι ο Χάμζα. Κοινωνικός λειτουργός στο επάγγελμα, ο οποίος βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να παρακολουθήσει το street works της «Άρσις» για τα ασυνόδευτα ανήλικα προσφυγόπουλα στην πόλη. «Είμαι γιος, γιου πρόσφυγα. Είμαι η τρίτη γενιά προσφυγικής οικογένειας, που ζει ακόμη σε προσφυγικό καταυλισμό, στην Βηθλεέμ», μου είπε μόλις συστηθήκαμε.
Μαζί με την οικογένειά του, ζει στον προσφυγικό καταυλισμό Dheisheh. Εκεί, σε λιγότερο από χίλια τετραγωνικά μέτρα, (700 τετραγωνικά μέτρα και κάτι για την ακρίβεια) ζουν 14.000 πρόσφυγες. «Το 60% των κατοίκων, είναι κάτω των 18 ετών. Είναι απογοητευτικό. Δεν υπάρχει ιδιωτικότητα και ο συνωστισμός των ανθρώπων είναι τρομακτικός», μου λέει και συνεχίζει: «Το καμπ δημιουργήθηκε το 1948 όταν μας διώξανε από τα χωριά μας. Αυτή την στιγμή στον καταυλισμό που μένω, υπάρχουν άνθρωποι από 48 χωριά που τελούν υπό κατάληψη. Από τα χωριά αυτά, οι Ισραηλινοί έχουν εποικίσει μόνον τα πέντε. Όλα τα υπόλοιπα, τα έχουν ανακηρύξει σε εθνικά πάρκα, προκειμένου να μπορέσουν καταλάβουν μεγάλες περιοχές με μικρό αριθμό ανθρώπων. Για να καταλάβεις, σκέψου μια περιοχή όπως η καμάρα, με την πλατεία Ναυαρίνου, μέχρι την Τσιμισκή, στην οποία θα υπάρχουν μόνον δύο σπίτια. Αυτή την τακτική χρησιμοποίησε το Ισραήλ όταν κατέλαβε τις περιοχές μας. Θα ήθελα πάρα πολύ και εγώ και όλοι οι υπόλοιποι στον καταυλισμό, να επιστρέψουμε και να ζήσουμε στα χωριά μας. Να καλλιεργήσουμε την γη μας με ειρήνη. Δυστυχώς δεν μας το επιτρέπουν.
»Το χωριό μου, βρίσκεται ανάμεσα στην περιοχή Α και την περιοχή Β. Μετά τη συμφωνία στο Όσλο χαράχτηκαν τρεις περιοχές. Η Α είναι η περιοχή όπου είναι μόνον Παλαιστίνιοι, η C είναι η περιοχή όπου ζουν μόνον έποικοι Ισραηλινοί και η Β όπου είναι δρόμοι είναι κοινοί και που έχουμε το δικαίωμα να τους χρησιμοποιούμε όλοι μας. Εγώ, μπορώ να πάω στο χωριό μου και να το επισκεφθώ. Δε μου επιτρέπεται όμως να ζήσω εκεί. Αν θελήσω να χτίσω ένα σπίτι και να μείνω εκεί, θα πρέπει να πάρω άδεια από τα δικαστήρια του Ισραήλ. Οι διαδικασίες αυτές κρατάνε πολλά χρόνια και αν δεν πάρω τελικά άδεια, θα μου γκρεμίσουν το σπίτι που θα έχω χτίσει. Θα έχω δουλέψει μια ζωή για να χτίσω ένα σπίτι και σε δέκα λεπτά θα μου το έχουν κάνει ερείπια. Ένας γείτονας μας το έκανε αυτό και τώρα περιμένει να του γκρεμίσουν. Του έχουν στείλει ειδοποιητήριο. Είναι τραγικό. Θα δει τους κόπους μιας ζωής να γκρεμίζονται μπροστά στα μάτια του μέσα σε δέκα λεπτά».
Ο Χάμζα, ρωτά να μάθει για την κατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα. Του εξηγώ ότι από τον περασμένο Σεπτέμβριο (2017), έχουν σταματήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση όλα τα προγράμματα μετεγκατάστασης προσφύγων (τα οποία ούτως η άλλως χωλαίνανε, αφού μόνον το 28,7% των στόχων που είχαν τεθεί στην αρχή του προγράμματος επιτεύχθηκε) και ότι όλοι οι πρόσφυγες έχουν «παγιδευτεί» πλέον στην Ελλάδα, ενώ αρκετοί από αυτούς, έχουν «παγιδευτεί» σε ακόμη μικρότερες γεωγραφικές περιοχές. Στα νησιά της Χίου, της Σάμου, της Λέσβου της Λέρου και της Κω, λόγω της κοινής δήλωσης Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας που υπογράφηκε στις 18 Μαρτίου του 2016.
«Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με εμάς» μου λέει και συνεχίζει: «Έχουμε κολλήσει μέσα στους καταυλισμούς, επειδή δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στα χωριά μας. Μπορούμε να φύγουμε από τον καταυλισμό και να ζήσουμε κάπου αλλού, όμως δεν μπορούμε γιατί η διαβίωση έξω από τον καταυλισμό είναι πολύ ακριβή. Πληρώνεις περισσότερους φόρους και δεν υπάρχουν δουλειές. Αν επιστρέφαμε στα χωριά μας, θα δουλεύαμε την γη. Μέσα στον καταυλισμό, είμαστε μεν ασφαλείς, όμως ανά πάσα στιγμή μπορούν να εμφανιστούν στρατιώτες του Ισραήλ. Κάποιες φορές που βγαίνω το βράδυ, πριν επιστρέψω στον καταυλισμό τηλεφωνώ για να μου πουν πως είναι η κατάσταση εκεί. Αν έχει στρατό από έξω, αν έχει γίνει κάτι, αν υπάρχει κάποιος κίνδυνος. Στα πρώτα 11 χρόνια στον καταυλισμό, μέχρι το 1961 υπήρχε ένταση λόγω των συνθηκών. Είχαν βγάλει τις σκηνές και είχαν φτιάξει κάποια τσιμεντένια σπίτια, 3Χ3. Αυτός ήταν ο χώρος που δικαιούταν η κάθε οικογένεια. Φανταστείτε μια οικογένεια με έξι παιδιά, να πρέπει να ζήσει σε ένα τσιμεντένιο κιβώτιο 3Χ3 και να χρησιμοποιεί κοινόχρηστα μπάνια και τουαλέτες. Τα είχε φτιάξει ο ΟΗΕ. Τα λέγαμε κονσέρβες με σαρδέλες, γιατί μόνον οι σαρδέλες βρίσκονταν σε αυτή την κατάσταση.
»Την δεκαετία του ’80, όσοι είχαν χρήματα αποφάσισαν να γκρεμίσουν αυτά τα σπίτια και να χτίσουν νέα. Στον χώρο που τους είχαν δώσει όμως. Στα 3Χ3 μέτρα. Έτσι αναγκαστήκαν να χτίσουν τα σπίτια τους προς τα πάνω. Υπάρχουν πλέον στον καταυλισμό, σπίτια με τέσσερις και πέντε ορόφους. Κι αυτά όμως δεν είναι δικά μας. Ο καταυλισμός έχει άδεια για 99 χρόνια. Αυτό συμβαίνει, γιατί αν μείνεις κάπου για 100 χρόνια, αποκτάς δικαίωμα ιδιοκτησίας. Μπορεί η άδεια του καταυλισμού να ανανεωθεί ξανά. Ποιος ξέρει. Η ζωή όμως είναι δύσκολη. Αυτό που πρέπει να καταλάβει ο κόσμος, είναι ότι ένας προσφυγικός καταυλισμός, δεν είναι ένας καταυλισμός φτωχών. Είναι ένας καταυλισμός προσφύγων. Δεν θέλουμε ούτε χρήματα, ούτε φαγητό, ούτε άλλα είδη. Θέλουμε να επιστρέψουμε στα χωριά μας. Θέλουμε να πειστεί το Ισραήλ για τα δικαιώματα μας. Δυστυχώς κανείς δεν μιλά πλέον γι’ αυτό. Μας έχουν ξεχάσει».
Εξηγώ ότι ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων, είναι πρόσφυγες από την Μικρά Ασία και τον Πόντο. Ότι εγκατέλειψαν κι εκείνοι τους τόπους τους, όταν χάσαμε τον πόλεμο στην Μικρά Ασία. «Η γιαγιά μου ήταν από την Μπάλια της Μικράς Ασίας. Ήρθε το 1922 με μια βάρκα από την Μικρά Ασία, στην Λέσβο, μαζί με τρείς από τις αδελφές της σε ηλικία 11 ετών, σαν ασυνόδευτο ανήλικο, ακριβώς όπως και οι σημερινοί πρόσφυγες. Τα έξι αδέλφια της και οι γονείς, σφάχτηκαν από τους Τούρκους. Μέσω του Ερυθρού Σταυρού, τις βρήκε ο αδελφός της μητέρας της που είχε χάσει την δική του οικογένεια, τις υιοθέτησε και τις έφερε στην Θεσσαλονίκη. Από Σπανού, άλλαξαν το επίθετο τους σε Γερμανού, παίρνοντας το πατρικό επίθετο της μητέρας τους και συνέχισαν την ζωή τους. Θυμάμαι την γιαγιά μου να κλαίει. «Δεν μπόρεσα να ζήσω με την μανούλα μου», μου έλεγε, όμως ποτέ δεν θέλησε να γυρίσει πίσω στην Μπάλια, ούτε για να δει το σπίτι της. Ήθελε να γλυτώσει από εκείνο το παρελθόν» διηγούμαι στον Χάμζα.
«Εμείς θέλουμε να γυρίσουμε» μου λέει και συνεχίζει: «Η γιαγιά μου, είναι μεγαλύτερη σε ηλικία από το Ισραήλ. Έχει Αλτσχάιμερ αλλα θυμάται τα πάντα από το χωριό της. Τα χωράφια της. Ο παππούς μου, έλεγε ιστορίες από το χωριό μου και για την Παλαιστίνη. Από τους μεγαλύτερους μαθαίνουμε για την Παλαιστίνη. Στο σχολείο, μαθαίνουμε την ιστορία της Ιορδανίας. Την γεωγραφία της Ιορδανίας. Δεν μαθαίνουμε για την Παλαιστίνη. Δεν μας αφήνουν να διδαχθούμε την Παλαιστινιακή ιστορία. Δεν μας διδάσκουν τι έχει γίνει μέχρι τώρα και πως καταλήξαμε να ζούμε σε προσφυγικούς καταυλισμούς. Αν προτείνεις τώρα στον πατέρα μου, να του δώσεις ένα γαλλικό, η αμερικάνικο διαβατήριο, με το οποίο θα μπορέσει να φύγει και να πάει όπου θέλει, θα σου πει «Όχι». Ο παππούς μου πέθανε με το όνειρο να γυρίσει πίσω στο χωριό του. Μου έλεγε: «Εδώ δεν είναι η γη μας. Μην σκεφτείς ποτέ ότι εδώ είναι η πατρίδα σου. Δεν θα είμαστε για πάντα εδώ. Θα επιστρέψουμε στην γη μας». Αυτό μας κρατάει ζωντανούς μέσα στον καταυλισμό. Η ελπίδα. Μέσα σε έναν προσφυγικό καταυλισμό, αν χάσεις την ελπίδα σου, πεθαίνεις».
Ο Χάμζα, γεννήθηκε το 1988 στην διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα. «Όταν γεννήθηκα εγώ, δεν επιτρεπόταν να φύγεις από τον καταυλισμό. Ούτε για να πας στο νοσοκομείο» λέει ο Χάμζα και συνεχίζει: «Μοιραία η μητέρα μου με γέννησε στο σπίτι μας, με την μαμή, όπως γεννήθηκαν έτσι και χιλιάδες άλλα παιδιά άλλωστε. Όταν ήμουν 13 χρονών, ξεκίνησε η δεύτερη Ιντιφάντα. Θυμάμαι τα πάντα. Τον εποικισμό, τον τοίχο, τα σημεία ελέγχου παντού. Τα έζησα όλα και τα θυμάμαι. Δεν θέλω όμως τα παιδιά μου να ζήσουν κι εκείνα τα ίδια πράγματα. Όταν παντρευτώ και κάνω παιδιά, θα προσπαθήσω να φύγω από τον καταυλισμό. Δεν θέλω τα παιδιά μου να μεγαλώσουν μέσα σε ένα προσφυγικό καταυλισμό. Υπάρχουν τέσσερις γενιές προσφύγων εδώ και αυτό είναι πολύ λυπηρό. Δεν λέω ότι πέρασα άσχημα, όμως δεν έζησα παιδικά χρόνια σαν όλα τα άλλα παιδιά. Όταν βλέπω τα παιδιά μέσα στον καταυλισμό, ζω κι εγώ μέσα από το σώμα τους. Βλέπω μέσα από τα μάτια τους. Ζουν σε έναν χώρο, δίχως μια παιδική χαρά. Δίχως έναν χώρο φτιαγμένο για να παίζουν παιδιά. Τριγυρίζουν μέσα στον καταυλισμό δίχως προορισμό. Παίζουν στους δρόμους του καταυλισμού και οι δρόμοι ενός προσφυγικού καταυλισμού, μπορεί να μην είναι κάτι κακό, όμως κάποιες φορές δεν είναι ότι καλύτερο για ένα παιδί. Το μόνο που είχα εγώ σαν παιδί και που έχουν και αυτά τα παιδιά, είναι η ελπίδα. Αν χάσεις την ελπίδα σου, πεθαίνεις. Τα παιδιά αυτά, ζούνε με ένα όνειρο. Το όνειρο να επιστρέψουμε πίσω στην γη μας».
Η δουλειά του Χάμζα, ως κοινωνικός λειτουργός, είναι να δουλεύει με παιδιά που έχουν συλληφθεί και κρατηθεί σε φυλακές από τις Ισραηλινές δυνάμεις. «Ξεκίνησα να δουλεύω για την YMCA και τώρα δουλεύω για τους Γιατρούς του Κόσμου» λέει και συνεχίζει: «Είναι πολύ έξυπνο από τους ΓτΚ να χρησιμοποιούν πρόσφυγες κοινωνικούς λειτουργούς. Έτσι οι οικογένειες είναι πιο ανοικτές. Μας εμπιστεύονται περισσότερο. Έχουμε κοινά ερεθίσματα. Κοινές παραστάσεις. Υπάρχουν πολύ υψηλά ποσοστά κατάθλιψης στα νέα παιδιά στους καταυλισμούς. Δεν νιώθουν ασφαλείς. Ξέρουν ότι ανά πάσα στιγμή, οι ισραηλινοί στρατιώτες, μπορούν να μπουν στον καταυλισμό και να τα συλλάβουν. Τα παιδιά με τα οποία δουλεύω, έχουν δεχθεί εισβολές στα σπίτια τους από Ισραηλινούς στρατιώτες, στην διάρκεια της νύχτας. Κάποιες φορές τα ανακρίνουν στο πεδίο, ενώ κάποιες άλλες τα παίρνουν μαζί τους. Τα βάζουν σε φυλακές και τα δικάζουν. Σκέψου ότι στο 2017 υπήρχαν 89 παιδιά σε κράτηση, επειδή πετούσαν πέτρες, ή επειδή αντιμίλησαν σε στρατιώτες. Βλέπεις παιδιά δεκατεσσάρων χρονών, να έχουν κρατηθεί δύο και τρεις φορές στην φυλακή. Είναι παιδιά με βαθιά ψυχολογικά τραύματα από τον εγκλεισμό. Κάποια παιδιά μπαίνουν στην φυλακή και ενηλικιώνονται εκεί. Σκέψου τι μπορεί να πάθει ένα παιδί μέσα στην φυλακή. Σύμφωνα με τον Ισραηλινό νόμο, όταν γίνεσαι 17 χρονών, δεν είσαι πια παιδί. Πηγαίνεις στις φυλακές των ενηλίκων. Θυμάμαι ότι παρακολουθούσα ένα παιδί που ήταν 13 χρονών και είχε συλληφθεί δύο φορές από τον Ισραηλινό στρατό. Μου έλεγε ότι φοβόταν να προχωρήσει μόνο του στον δρόμο. «Βλέπω στα όνειρα μου το βράδυ, ότι έρχονται και με παίρνουν ξανά. Όταν προχωράω στον δρόμο, κοιτάζω συνέχεια πίσω μου» μου έλεγε. Η αλήθεια είναι ότι μια σφαίρα έχει μεγαλύτερη αξία από μια ζωή για τον Ισραηλινό στρατό. Έχω χάσει ήδη δύο φίλους μου έτσι. Τον περασμένο Οκτώβριο, μέσα σε ένα λεπτό, έχασα έναν από τους καλύτερους μου φίλους. Ήμασταν μαζί δεκαπέντε χρόνια. Από δεκατριών χρονών. Στο σχολείο καθόμασταν στο ίδιο θρανίο. Είχε κάποιες συγκρούσεις στην πόλη μας και πήγε να δει. Χτυπήθηκε με σφαίρα από ελεύθερο σκοπευτή. «Έγινε λάθος. Συγνώμη». Ήταν η απάντηση που πήρε η οικογένεια του. Μια συγνώμη για να σκοτώσεις έναν νέο άνθρωπο.
Ήταν 28 χρονών, γεμάτος όνειρα. Δεν μπορείς να το πιστέψεις αυτό που συμβαίνει. Πολλές φορές αναρωτιέμαι γιατί συνέβη αυτό. Το μόνο που μου έμεινε, είναι οι αναμνήσεις που έχω με τον φίλο μου. Η ζωή των παλαιστινίων στοιχίζει εντελώς διαφορετικά από την ζωή των Ισραηλινών. Έχω πολλούς φίλους Εβραίους και Χριστιανούς. Είναι παλαιστίνιοι. Δεν έχω φίλους Ισραηλινούς μονάχα, γιατί δεν έχω την ευκαιρία να τους συναντήσω και να μιλήσω μαζί τους. Κάποιες φορές, ήρθαν παιδιά από το Ισραήλ και είδαν τους καταυλισμούς μας. Όταν έφυγαν ήταν λυπημένα. Ξέρω όμως, ότι μόλις τελειώσουν το σχολείο θα πάνε στον στρατό κι εκεί θα αλλάξουν. Είναι υποχρεωμένοι να πάνε στον στρατό. Λένε ότι ο πόλεμος μας είναι θρησκευτικός. Αυτό είναι ψέμα. Οι παλαιστίνιοι είναι και Μουσουλμάνοι και Εβραίοι και Χριστιανοί. Ο πόλεμος μας δεν είναι θρησκευτικός. Πιστεύω ότι την λύση στο τέλος θα την δώσουν οι άνθρωποι. Όχι οι πολιτικοί. Δεν πιστεύω στους πολιτικούς από καμία πλευρά. Πιστεύω όμως στους ανθρώπους. Θέλουμε να ζήσουμε στον τόπο μας σαν Παλαιστίνιοι. Όχι σαν φιλοξενούμενοι. Λένε ότι η Ιερουσαλήμ είναι η πρωτεύουσα του Ισραήλ. Οι ΗΠΑ μετακινούν εκεί την πρεσβεία τους. Δεν είναι κανείς από την Ιερουσαλήμ. Είναι όλοι και κανείς. Δεν έχω πρόβλημα να ζήσει πλάι μου ο οποιοσδήποτε. Δεν με ενδιαφέρει τι είναι και τι πιστεύει. Να ζήσει όμως ειρηνικά και με δικαιοσύνη. Όχι σαν κατακτητής. Δεν υπάρχει δικαιοσύνη όμως ανάμεσα στους Παλαιστίνιους και του Ισραηλινούς. Δεν έχουμε τα ίδια δικαιώματα. Πηγαίνεις στην Ισραηλινή πλευρά και βλέπεις ένα κομμάτι από την Ευρώπη. Έρχεσαι στους καταυλισμούς μας και βλέπεις την δυστυχία. Πολλές φορές δεν έχουμε ρεύμα, ενώ νερό έχουμε ένα 24ωρο κάθε 14 μέρες. Για τον λόγο αυτό όλα τα σπίτια έχουν στην οροφή τους ντεπόζιτα. Για να μαζεύουν το νερό.
Από τις 6 Δεκεμβρίου που ο Τραμπ είπε ότι θα μεταφέρει στα Ιεροσόλυμα την πρεσβεία των ΗΠΑ, πολλά άλλαξαν. Έχει πλέον περισσότερα σημεία ελέγχου, περισσότερες συγκρούσεις, περισσότερη ανασφάλεια. Ξέρεις όταν φεύγω από την Παλαιστίνη, μετράω τις μέρες για να ξαναγυρίσω. Και όταν γυρίζω, μετράω τις μέρες για να ξαναφύγω. Είναι μια τρελή χώρα, που την αγαπάω. Όταν βγαίνω εκτός Παλαιστίνης, προσπαθώ να ανακαλύψω την χώρα μου από έξω. Όποτε γυρίζω, είναι πολύ δύσκολο να προσαρμοστώ και πάλι. Βλέπω πως είναι να ζεις ελεύθερος και μετά επιστρέφω πίσω στον καταυλισμό, με τα σημεία ελέγχου, τον στρατό, τις κάμερες παντού. Έλεγα σε μια φίλη μου, ότι μοιάζουμε πολύ με τους Έλληνες και με την Θεσσαλονίκη. Μόνον που εδώ εσείς είστε ελεύθεροι, ενώ εμείς όχι. Μόλις περάσει 12 η ώρα το βράδυ, πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός».
Ξενάγησα τον Χάμζα στην Θεσσαλονίκη. Τον πήγα στο μνημείο των Εβραίων Ελλήνων που σκοτώθηκαν από τους Γερμανούς στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως κατά την διάρκεια της κατοχής. Δεν μιλούσε. Διάβαζε με προσοχή τις πινακίδες. «Είναι πολύ κρίμα. Πενήντα χιλιάδες άνθρωποι. Είναι πολύ κρίμα…» μονολογούσε σκεφτικός καθώς απομακρυνόμασταν.
- Φωτογραφίες: Θάνος Γαργαβάνης και Χάμζα.