«Το Προσφυγικό δημιούργησε Φιλέλληνες»
Ρεπόρτερ της ΕΤ3 που καλύπτει το προσφυγικό ρεπορτάζ για την κρατική τηλεόραση. Πέρασε μήνες ολόκληρους στην Ειδομένη. «Όταν πήγα έναν χρόνο μετά την εκκένωση, ξανά εκεί όπου βρίσκονταν ο καταυλισμός, μου δημιουργήθηκε μια γλυκόπικρη γεύση. Γλυκιά, γιατί ξέρω ότι όλοι όσοι πέρασαν από την Ειδομένη, βρίσκονται τώρα σε κάποιο καλύτερο μέρος και πικρή γιατί για αρκετούς το ταξίδι για τον τελικό τους προορισμό, δεν έχει τελειώσει ακόμη. Αρκετοί βρίσκονται πλέον στις χώρες όπου ήθελαν να πάνε, όμως υπάρχουν και αρκετοί που βρίσκονται ακόμη εδώ», λέει η Άννα και συνεχίζει: «Στην Ειδομένη, πήγαινες για δουλειά την πρώτη, την δεύτερη, άντε και την τρίτη μέρα. Μετά έπαυε να είναι απλώς δουλειά. Σε ένοιαζε να δεις πως πέρασαν οι πρόσφυγες το προηγούμενο βράδυ. Αν όλοι οι φίλοι σου ήταν καλά. Αν τα παιδιά που γνώρισες και οι οικογένειες τους είχαν κάποιο πρόβλημα. Θυμάμαι, την περίοδο που έφευγαν οι πρόσφυγες για τις οργανωμένες δομές, μια οικογένεια με ένα παιδάκι επτά μηνών, προχωρούσαν προς το λεωφορείο και κάθε λίγο γύριζαν και με κοίταζαν με βουρκωμένα μάτια. Δεν ήξεραν που πηγαίνανε. Ήταν φοβισμένοι. Την άλλη μέρα χτύπησε στο κινητό μου, το στίγμα από το Καμπ που τους είχαν πάει. Ήταν στα Διαβατά».
Η κάλυψη ενός τόσο σημαντικού γεγονότος, όπως οι προσφυγικές ροές που πέρασαν από την Ελλάδα το 2015 και το 2016, αποτελούσε πρωτόγνωρη εμπειρία για τους Έλληνες δημοσιογράφους. «Ήταν φοβερή εμπειρία. Από ένα τόσο μικρό κομμάτι γης, πέρασαν πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι. Από την Ειδομένη πέρασαν δεκάδες τηλεοπτικά συνεργεία, από όλες τις χώρες του κόσμου. Αυτό που μπορούμε να πούμε με σιγουριά, είναι ότι δεν έχουν φτάσει ακόμη στο επίπεδο τους. Χρησιμοποιούν προηγμένη τεχνολογία, και κάνουν κάποια πράγματα πιο γρήγορα από εμάς. Το πώς χειριστήκαμε όμως το προσφυγικό ζήτημα σε επίπεδο δημοσιογραφικό, δείχνει ότι δεν έχουμε να ζηλέψουμε τίποτε από τους ξένους συναδέλφους. Αυτό φαινόταν στις συζητήσεις που κάναμε μαζί τους. Βλέπαμε ότι κάθε μέρα, μας εμπιστευόταν και περισσότερο. Την ημέρα που έγινε η εκκένωση, είχαμε πάρει άδεια εισόδου στην Ειδομένη, μόνο η κρατική τηλεόραση και το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Όλα τα υπόλοιπα Μέσα, έπαιρναν εικόνα και πληροφορίες από εμάς. Θυμάμαι ότι η συνάδελφος από το ARD, η Έλεν, μόλις τους δόθηκε άδεια να μπουν στην Ειδομένη κι αυτοί, ήρθε και μου είπε: «ήταν όπως ακριβώς μας τα είπες», λέει η Άννα και συνεχίζει: «Στην Ειδομένη, κέρδισα πολλά, πρώτα ως άνθρωπος. Ένιωσα περήφανη για τους Έλληνες αλλα και την ΕΤ3. Κάθε εβδομάδα, μαζεύαμε τόση βοήθεια σε ρούχα και τρόφιμα από τους τηλεθεατές, που δεν μπορούσαμε να την φανταστούμε. Θυμάμαι μια περίοδο που είχε βροχές, μας τηλεφώνησε ένας τηλεθεατής σε μια εκπομπή και προσέφερε τρεις χιλιάδες αδιάβροχα. Πήγαμε από την Φράγκων και τα πήραμε. Ακόμη και οι κάτοικοι της Ειδομένης που είχαν κουραστεί από την κατάσταση που επικρατούσε, μου λέγανε, «μήπως τους αδικήσαμε τους πρόσφυγες; Είναι κλοπή όταν πεινάει το παιδί σου και παίρνεις ένα αυγό;». Έβλεπα κόσμο να έρχεται στην Ειδομένη και να παίρνει πρόσφυγες στα σπίτια τους, προκειμένου να πλυθούν, να κάνουν ένα μπάνιο και να ξεκουραστούν. Στην Ειδομένη, δεν ένιωσα ποτέ φόβο ή ανασφάλεια από τους πρόσφυγες. Ένιωσα κάποιες στιγμές να ασφυκτιώ από τα δακρυγόνα των Σκοπιανών και να κινδυνεύω από τις πλαστικές σφαίρες που έριχναν, όμως ποτέ δεν ένιωσα φόβο από τους πρόσφυγες».
Η Άννα, διαπίστωσε κάτι που διαπιστώσαμε όλοι όσοι καλύψαμε το προσφυγικό ρεπορτάζ τα τελευταία χρόνια. «Έχουμε δημιουργήσει φιλέλληνες» παραδέχεται και συνεχίζει: «Θυμάμαι την ιστορία του Μαχμούτ, ο οποίος είχε ζήσει στην Ελλάδα και πριν είκοσι χρόνια, είχε επιστρέψει στην Συρία. Παντρεύτηκε εκεί και με το που ξέσπασε ο πόλεμος, ήταν από τους πρώτους που πέρασαν τα σύνορα. Μου έλεγε, ότι όλα αυτά τα χρόνια, καθόταν μόνος του μπροστά στον καθρέφτη του σπιτιού του και μιλούσε ελληνικά.«Με ρωτούσαν τι κάνεις; Και τους απαντούσα, ότι συνεχίζω να μιλάω ελληνικά, γιατί θέλω να κρατήσω τους Έλληνες σαν αλυσίδα στον λαιμό μου». Όμως και με όλους όσους μιλάω, που έφυγαν και ζουν πλέον σε καλύτερες συνθήκες, όλοι μου λένε ότι τους λείπει η Ελλάδα και οι Έλληνες. Παρά τις δύσκολες μέρες και νύχτες που έζησαν στην Ειδομένη».