Στριμώχνοντας μέσα σε δύο αυτοκίνητα, τις αναμνήσεις και το μέλλον του Σαρτανά
Είναι 2 Φεβρουαρίου το μεσημέρι, στον συνοριακό σταθμό του Προμαχώνα. Κάθε λίγο και λιγάκι κάποια αυτοκίνητα, με Ουκρανικές πινακίδες, εμφανίζονται και ξεκινούν τις διαδικασίες προκειμένου να περάσουν στην Ελλάδα. Σε μια άκρη, ένα από αυτά τα αυτοκίνητα, έχει μέσα τρία παιδάκια που παίζουν κάνοντας τους οδηγούς. Από έξω, κάθεται και τα προσέχει η Μαρίνα. Καθηγήτρια Ελληνικών, από το χωριό Σαρτανά της Ουκρανίας, ενός χωριού, που βρίσκεται είκοσι περίπου χιλιόμετρα, μακριά από την Μαριούπολη. «Το χωριό μας ήταν πολύ όμορφο. Μεγάλο. Ζούσαμε πολύ καλά. Είχαμε τα πάντα. Είχαμε και μουσικό σχολείο και ότι χρειαζόμασταν» μας λέει σε άπταιστα Ελληνικά.
Η Μαρίνα, μαζί με δύο ακόμη κοπέλες του χωριού και τα επτά παιδιά τους, ξεκίνησαν μόνες τους στις 24 Φεβρουαρίου από το Σαρτανά, για να φτάσουν στις 2 Μαρτίου στον Προμαχώνα. Χρειάστηκαν έξι ημέρες για να διανύσουν την απόσταση των 1.793 χιλιομέτρων, που χωρίζουν το χωριό τους από τα σύνορα της Ελλάδας με την Βουλγαρία. Βάζοντας τα στοιχεία στο GPS, σου δίνει ότι η απόσταση αυτή διανύεται σε 25 ώρες με αυτοκίνητο και σε 14 ημέρες περπατώντας. «Φύγαμε στις 2 η ώρα τα ξημερώματα, για ασφάλεια, με ότι μπορέσαμε να πάρουμε μαζί μας» λέει η Μαρίνα. «Είστε από τους τυχερούς» της λέω «Στις 26 Φεβρουαρίου το χωριό σας χτυπήθηκε από οβίδες και είχε έξι νεκρούς».
«Το ξέρω» μου απαντάει και συνεχίζει: «Το 2014 είχαν βομβαρδίσει και το σπίτι μου. Ξέρεις, η γιαγιά μου είναι από την Ρωσία. Παντρεύτηκε τον παππού και ήρθαν στο Ελληνικό χωριό, το Σαρτανά. Έχω συγγενείς στην Ρωσία. Τώρα πως έγινε αυτό; Ήμασταν μια μεγάλη χώρα όλοι μαζί. Πως έγινε αυτό;». Η Μαρίνα για την ώρα δεν έχει καταφέρει να επικοινωνήσει με τους συγγενείς της στην Ρωσία. «Δεν έχω μιλήσει ακόμη μαζί τους. Δεν είχα χρόνο. Φύγαμε και με τα παιδιά όλοι μαζί δεν είχαμε καθόλου χρόνο».
Η ίδια αλλά και οι δύο ακόμη κοπέλες που ταξιδεύουν μαζί, έχουν συνέχεια επικοινωνία με τους συζύγους τους. «Με τον σύζυγο μου έχω συνέχεια επικοινωνία. Είναι καλά. Δεν φοβάται για εκείνον. Ανησυχεί για εμάς. Εκείνος κάνει εκείνο που πρέπει να κάνει» λέει η Μαρίνα. Από τον Προμαχώνα, θα συνέχιζαν το ταξίδι τους για την Αθήνα. «Εκεί έχω φίλους και συγγενείς» λέει και συνεχίζει: «Πως γίναμε έτσι δεν ξέρω. Ελπίζω να τελειώσει γρήγορα και να επιστρέψουμε πίσω».
Το χωριό Σαρτανά ιδρύθηκε το 1780 από τους Έλληνες που μεταφέρθηκαν εκεί από την Κριμαία, με εντολή της Αυτοκράτειρας Μεγάλης Αικατερίνης. Εκεί ίδρυσαν την Μαριούπολη και είκοσι τέσσερα ακόμη χωριά που την περιβάλλουν.
Η Μαρίνα, είναι ευγενική αλλά φαίνεται φανερά κουρασμένη. Μας μιλάει, αλλά το μυαλό της είναι πίσω στο χωριό της. Μέσα στο αυτοκίνητο, τα παιδιά συνεχίζουν να παίζουν. Κάνουν πως οδηγούν, παλεύουν, κάνουν γκριμάτσες στην κάμερα. Ακόμη και το 2016 όταν έρχονταν οι πρόσφυγες από την Συρία, ακόμη και όταν περπατούσαν για χιλιόμετρα μέχρι να φτάσουν στην Ειδομένη, τα παιδιά έπαιζαν. Έτσι και τα παιδιά της Μαρίνας. Παρά την κούραση του ταξιδιού για έξι συνεχόμενες ημέρες μέσα σε ένα αυτοκίνητο, συνεχίζουν να παίζουν.
«Και όταν θα ‘ρθουν οι καιροί
Που θα ‘χει σβήσει το κερί,
Στην καταιγίδα.
Υπερασπίσου το παιδί
Γιατί αν γλιτώσει το παιδί
Υπάρχει ελπίδα»
Καθόλου σχόλια
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.