Οταν μια φιλία υπερβαίνει τη διχόνοια δύο λαών

Ο Ιωάννης Ντοκμετζίογλου γεννήθηκε το 1945 στην Κωνσταντινούπολη, στη συνοικία Φανάρι. Ξεκίνησε το σχολείο στο τετρατάξιο δημοτικό σχολείο του Μπαλατά και στη συνέχεια για την 5η και την 6η Δημοτικού αλλά και για τις τρεις τάξεις Γυμνασίου, Λυκείου φοίτησε στην ιστορική Μεγάλη του Γένους Σχολή, από την οποία αποφοίτησε το 1963. Μια τιμητική διάκριση από μόνη της…

Την ίδια χρονιά κι ενώ είχε τη δυνατότητα να δώσει εξετάσεις σε διάφορες σχολές του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, έδωσε αποκλειστικά και μόνο στην Ιατρική Σχολή, επειδή από μικρός ήθελε πολύ να γίνει γιατρός.

Αν κι αρχικά απέτυχε να περάσει στην Ιατρική στην Τουρκία αποφάσισε να δουλέψει για έναν χρόνο σε ένα ελληνικό πολυκατάστημα και να ξαναδώσει εξετάσεις. Έτσι το 1964 ξανάδωσε εξετάσεις με το σύστημα πολλαπλών (10) επιλογών, που είχε καθιερωθεί, και πέρασε στη Γαλλική Φιλολογία. Ομως η «εμμονή» του κι η αγάπη του για την ιατρική, τον οδήγησε στη Θεσσαλονίκη…

Τότε περνούσαν χωρίς εξετάσεις οι Έλληνες της ομογένειας και της διασποράς, με το Απολυτήριο Λυκείου και με το «βαφτιστικό» τους (ότι είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι). Έτσι ήρθε στην Ελλάδα, στα 19 του χρόνια και συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη και ξεκίνησε η όμορφη περιπέτειά του.

Μπορεί η οικογένειά του να είχε… βουλιάξει οικονομικά από τις καταστροφές του 1955, όμως δεν το έβαλε κάτω, πάλεψε μέχρι τέλους για την υλοποίηση του ονείρου του. Φυσικά σε αυτό ουσιαστικό ρόλο έπαιξε ο πατέρας του, που παρά τις πενιχρές οικονομικές του δυνατότητες, όχι μόνο συγκατάνευσε αλλά και τον  προέτρεψε να κάνει αυτό που ήθελε τόσο πολύ.  Σπούδασε ιατρική (1964 – 1970), διακρίθηκε ως χειρουργός, δούλεψε για 40 χρόνια (συν ένα για το αγροτικό του στο Νοσοκομείο της Λήμνου) στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ και το 2012 βγήκε στη σύνταξη κι έχει αφιερωθεί στη μετάδοση (πάντα αφιλοκερδώς) των γνώσεών του πάνω στην ιατρική, αλλά και στην ιστορία των Ελλήνων της Πόλης κι όχι μόνο. Ως ομότιμος καθηγητής χειρουργικής του ΑΠΘ, διδάσκει στους εκτοετείς, στους μεταπτυχιακούς φοιτητές – φυσικά χωρίς αμοιβή – κι επιβλέπει διατριβές.

«Ξενιτεύτηκα στα 19 μου χρόνια, διότι η Ελλάδα για εμένα ήταν τότε ξενιτιά, αφού δεν είχα άμεσους συγγενείς… Ομως άξιζε τον κόπο, σπούδασα Ιατρική και πέτυχα το όνειρό μου. Δεν υπάρχει ωραιότερο συναίσθημα για έναν νέο άνθρωπο να βάζει στόχους και να τους πετυχαίνει», αναφέρει ο ίδιος αρχικά και στη συνέχεια μας αφηγείται μια άκρως συγκινητική ιστορία. Τη δικιά του ιστορία, με τον κολλητό του φίλο τον Γκιουρμπούζ, με τον οποίο βρέθηκε μετά από 47 χρόνια (!) και του συμπεριφέρθηκε καλύτερα από αδερφός. Ποια διχόνοια, ποια αντιπαλότητα ανάμεσα στους λαούς… Οι φιλικοί δεσμοί μπορούν να δημιουργηθούν πάνω σε στέρεες βάσεις ανεξάρτητα από την εθνικότητα, τις θρησκευτικές αντιλήψεις και τη νοοτροπία του καθενός.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΥΡΚΟ ΓΚΙΟΥΡΜΠΟΥΖ

«Έχω να σας εκμυστηρευτώ μια ιστορία με έναν φίλο μου, από την Πόλη, τον Γκιουρμπούζ (σημαίνει στα ελληνικά ο εύρωστος, ο γεροδεμένος), μεγαλώσαμε μαζί, δώσαμε μαζί εξετάσεις, αυτός πέρασε στην Ιατρική, στην Τουρκία, εγώ πέρασα στην Ελλάδα και χαθήκαμε από το 1964 μέχρι και το 2011 που βρεθήκαμε. Πέρασαν 47 ολόκληρα χρόνια», ανέφερε ο κ. Ντοκμετζίογλου φανερά συγκινημένος.

«Τα σπίτια μας ήταν δίπλα, δίπλα στην Πόλη. Ήταν από μια Ποντιακή οικογένεια, που ήλθαν από τη Ριζούντα, ίσως κι από εξισλαμισθέντες Έλληνες. Κάναμε παρέα μαζί και με άλλα Ελληνόπουλα, που ήμασταν τότε πολλά στο Φανάρι.

»Οταν πήγα το 2000 στην Κωνσταντινούπολη, για ένα συνέδριο Χειρουργικής, επισκέφθηκα με τους συναδέλφους μου και τη γειτονιά μου, το σπίτι μου. Κι εκεί μια κυρία με γνώρισε κι από μακριά μου φώναξε: «Εσύ είσαι ο Γιαννούλης, τι κάνει η μάνα σου η Πηνελόπη, η αδερφή σου η Κυβέλη». Θυμόταν τα πάντα και με πήρε σε μια άκρη, άρχισε να κλαίει, συγκινήθηκα κι εγώ και μου είπε «Γιατί φύγατε ήλθαν αυτοί από την ανατολή με τα σαλβάρια και τους φερετζέδες κι έχασε όλη την ομορφιά της η γειτονιά μας . Οταν βλέπω ελληνικό λεωφορείο, λέω μήπως κι ανταμώσω την κ. Πηνελόπη για να θυμηθούμε τα παλιά». Σε αυτήν την κυρία ρώτησα τη κάνει ο φίλος μου ο Γκιουρμπούζ και μου είπε πως η οικογένεια μετακόμισε στην ανατολική πλευρά του Βοσπόρου στο προάστιο Καντίκιοϊ. Έτσι της  έδωσα την επαγγελματική μου κάρτα…

»Αρκετά χρόνια μετά, το Φεβρουάριο του 2011 γυρίζω το απόγευμα στο σπίτι κι ο γιος μου, μού λέει, μπαμπά σου τηλεφώνησε κάποιος Τούρκος φίλος σου από την Πόλη, ο Γκιουρμπούζ. Οταν άκουσα το όνομα ανατρίχιασα κι είχα ξεχάσει ότι το 2000 είχα αφήσει στην κυρία, στο Φανάρι, την κάρτα μου, επομένως απόρησα πώς με βρήκε. Τελικά του τηλεφώνησα την ίδια μέρα κι η συγκίνηση ήταν μεγάλη. Μου ανέφερε ότι ήταν συνταξιούχος Ωτορινολαρυγγολόγος…

»Επίσης μου είπε ότι είχε την κάρτα μου, αλλά επειδή δεν την καταλάβαινε στα ελληνικά, πήγε στο Πατριαρχείο και του την εξήγησαν, αλλά είχε τον παλιό τηλεφωνικό κωδικό της Θεσσαλονίκης και δεν μπορούσε να επικοινωνήσει. Μάλιστα πήγε τσατισμένος  στο ελληνικό Προξενείο: «Τι σημασία έχει που τα δύο κράτη είναι σε κόντρα, εγώ με αυτό το παιδί μεγαλώσαμε μαζί, είμαστε φίλοι και θέλω να επικοινωνήσω. Γιατί δε με συνδέεται;», είπε και μια κοπέλα εκεί κατάλαβε από την κάρτα ότι έπαιρνε σε λάθος κωδικό πόλης. Έτσι μιλήσαμε κι είπαμε πολλά πράγματα, θυμηθήκαμε απίστευτα περιστατικά».

Ομως η συνέχεια της ιστορίας καταδεικνύει το μεγαλείο της φιλίας και της ανθρωπιάς, είτε κάποιος είναι Έλληνας είτε Τούρκος είτε οποιασδήποτε άλλης εθνικότητας: «Πέρα από τα πολλά που θυμηθήκαμε, του είπα ότι επισκέφθηκα το 2008 την Πόλη και δε βρήκα στο Νεκροταφείο Μπαλουκλή τον οικογενειακό τάφο του πατέρα μου, αφού ήταν απεριποίητος ο χώρος κι έπρεπε να επιστρέψω στο λεωφορείο για να συνεχίσουμε το ταξίδι με τους φοιτητές μου. Τότε μου ανέφερε ότι θέλει τη διεύθυνση για να πάει αυτός, αν κι έμενε πλέον στην Ανατολική πλευρά, πολύ μακριά από το Νεκροταφείο Μπαλουκλή, που βρίσκεται κοντά στα κάστρα στην έξοδο της Πόλης προς την Ευρώπη.

»Σε 20 μέρες μου λέει «εγώ πήγα, με βοήθησε ο ιερέας, γιατί είχε καταγεγραμμένο και το όνομα και τον τάφο, τον βρήκα τον τάφο ήταν απεριποίητος και πήγα με έναν φίλο μου μετά από μια εβδομάδα και τον περιποιήθηκα». Του λέω σου είμαι ευγνώμων κι εκείνος μου είπε κάτι που με συγκίνησε ακόμη πιο πολύ: «Αφού λείπεις εσύ, ο τάφος ανήκει στη δική μου οικογένεια» και τότε με έπιασαν τα κλάματα.

»Το Σεπτέμβριο του 2011 μετά από τα αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα που είχαμε αποφάσισα να πάω στην Πόλη και συναντηθήκαμε οικογενειακώς. Δεν μπορώ να περιγράψω το πώς μας συμπεριφέρθηκε, εμένα και τη σύζυγο μου. Μάλιστα μας πήγε και στον τάφο του πατέρα μου κι είχε πληρώσει μαρμαρά για να τον γυαλίσει, ανανέωσε τις γραφές πάνω στο μάρμαρο… Δεν ξέρω αν Έλληνας φίλος μου θα το έκανε αυτό. Επίσης στα γεγονότα του 1955, η μητέρα του έσωσε όλα τα ελληνικά σπίτια στο δρόμο μας. Έβγαινε κι έλεγε στους διάφορους ρακένδυτους που ρήμαζαν, ότι «εδώ δεν υπάρχουν ελληνικά σπίτια». Μάλιστα σε κάποια έβαλε τα παιδιά της και φώναζαν εμείς μένουμε εδώ, είμαστε μουσουλμάνοι δεν υπάρχουν Έλληνες κι έτσι δεν πειράχτηκε κανένα σπίτι Ελλήνων. Εγώ αυτά δεν μπορώ να τα ξεχάσω, θα τα θυμάμαι όσο ζω».

1 Σχόλιο

  • ioannis 27/04/2016 (08:20)

    Ο κάθε ανθρωπος εχει αναμνήσεις βιώματα και αυτά τον κρατούν στο ταξίδι της ζωής του.Αν τα διαγράψεις δεν μπορείς να πορευθείς γιατί οπως ειπε κάποιος αν θέλεις να προχωρήσεις μπροστά κοίτα πίσω.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Subscribe To Our Newsletter
Subscribe to our email newsletter today to receive the latest news!
No Thanks
Με την εγγραφή σου συμφωνείς να λαμβάνεις τα νέα και τα ενδιαφέροντα θέματα του HumanStories και με την Πολιτική Προστασίας Δεδομένων. Μπορείς να διαγραφείς από την λίστα οποιαδήποτε στιγμή.
Don't miss out. Subscribe today.
×
×
WordPress Popup Plugin
Subscribe To Our Newsletter
No Thanks
Με την εγγραφή σου συμφωνείς με την Πολιτική Προστασίας Δεδομένων.
Don't miss out. Subscribe today.
×
×
WordPress Popup Plugin