«Οταν οι ισχυροί του κόσμου βλέπουν την χώρα μου σαν παιδική χαρά!»
Το τοπίο της Ειδομένης έχει αλλάξει δεκάδες φορές τα τελευταία δύο χρόνια. Την περίοδο αυτή, που αποτέλεσε το κύριο πέρασμα των προσφύγων προς την βόρεια Ευρώπη. Από αυτό το μικρό κομμάτι γης στην ελληνική μεθόριο, έχουν περάσει πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες. Μαζί με αυτούς, στην Ειδομένη, έχουν ζήσει το τελευταίο διάστημα, εκατοντάδες ακτιβιστές κι εθελοντές από όλον τον κόσμο. Όπως ο κάθε ένας πρόσφυγας είναι μια ξεχωριστή ανθρώπινη ιστορία, έτσι κι ο κάθε εθελοντής. Τον Νοέμβριο του 2015, εντελώς τυχαία, γνώρισα έναν Σύριο που η δική του ανθρώπινη ιστορία έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Αυτή είναι η ιστορία του Μοχάμεντ.
Ήταν λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα στην Ειδομένη, όταν φεύγοντας από τον καταυλισμό, πηγαίνοντας προς το αυτοκίνητο μου, με ρώτησε με σπαστά ελληνικά: «Συγνώμη. Ξέρετε πως μπορώ να πάω στην Θεσσαλονίκη;». Έμοιαζε σαν αμερικανάκι και σκέφτηκα ότι θα ήταν κάποιος ομογενής από τις ΗΠΑ που ήρθε ως εθελοντής να βοηθήσει στην Ειδομένη. «Θεσσαλονίκη πηγαίνω κι εγώ. Αν θέλεις, έλα μαζί μου», του είπα. Στο δρόμο για το αυτοκίνητο, τον ρώτησα από πού είναι. «Από την Συρία», μου απάντησε. «Μα εσύ περνάς από τα σύνορα. Γιατί φεύγεις;», αντέδρασα. «Είμαι πλέον Σουηδός. Ζω εκεί. Εδώ ήρθα απλώς για να βοηθήσω τους συμπατριώτες μου», μου είπε και μπαίνοντας στο αυτοκίνητο, ξετύλιξε το κουβάρι της ζωής του.
«Σπούδαζα νομική στο πανεπιστήμιο στο Χαλέπι. Είχα φτάσει στο τρίτο έτος, όταν αποφάσισα να φύγω από την Συρία. Είχα πάντα πρόβλημα με το καθεστώς Άσαντ. Δεν υπήρχε ελευθερία στην Συρία. Αν πήγαινες σε δικαστήριο, δεν υπήρχε περίπτωση να βρεις το δίκιο σου. Μόνον αν είχες χρήματα για να πληρώσεις γλίτωνες. Το σύστημα ήταν σάπιο. Αν ήθελες να κάνεις κάτι για την χώρα σου, αντί να σου πουν μπράβο, σε φυλάκιζαν. Δεν το άντεχα. Κάποια στιγμή έπρεπε να πάω στον στρατό κι εγώ δεν ήθελα. Είχα πάει δύο μήνες στην φυλακή και όταν βγήκα, ένας φίλος μου που ζούσε στην Ελλάδα μου είπε: «αφού στην Συρία θα έχεις πάντα πρόβλημα γιατί δεν έρχεσαι στην Ελλάδα;». Έτσι πήρα την απόφαση για να φύγω. Ήταν το 2005. Τότε δεν υπήρχε πρόβλημα να φύγεις από την Συρία. Πέρασα στην Τουρκία κι από κει πήγα στην Χαλκίδα και μετά στην Αθήνα. Είχα πει ότι θα μείνω για δύο με τρία χρόνια στο εξωτερικό και μετά ήθελα να επιστρέψω στην Συρία. Θα πλήρωνα την στρατιωτική μου θητεία και όλα θα ήταν καλά. Τελικά δεν γύρισα ποτέ.
»Στην Αθήνα, δούλευα ως ψυκτικός την ημέρα και ντελίβερι σε ένα εστιατόριο το βράδυ. Έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από την Ελλάδα. Είναι μια ζωντανή χώρα. Όποτε και να βγεις έξω, έχει ζωή. Οι άνθρωποι είναι ανοικτοί. Μπορείς να κάνεις παρέα μαζί τους. Απλώς δεν μπορούσα να βγάλω χαρτιά και γι αυτό έφυγα. Έζησα για δύο χρόνια στην Γερμανία και μετά πήγα στην Σουηδία. Εκεί παντρεύτηκα κι έχω έναν γιο 5 χρονών. Στην Ελλάδα δε θα μπορούσα να το κάνω αυτό, επειδή δε θα είχα χαρτιά. Επικοινωνώ ακόμη με το αφεντικό μου τον Δημήτρη», λέει ο Μοχάμεντ.
Έμεινε στην Ειδομένη για μια εβδομάδα – όσο διαρκούσε η άδεια του – και κοιμόταν στις σκηνές μαζί με τους υπόλοιπους Σύριους πρόσφυγες. «Είχε έρθει στην Ειδομένη μια φίλη μου Σουηδέζα και μου είπε για τις ανάγκες που υπάρχουν. Έτσι αποφάσισα να έρθω» λέει και συνεχίζει: «Το 2013 είχα πάει στην Μάλτα και στην Κατάνια. Εκεί όπου έβγαζαν τους διασωθέντες από το ναυάγιο της Λαμπεντούζα. Ήταν 270 Σύριοι σε εκείνο το ναυάγιο. Πήγα για να συμπαρασταθώ και να βοηθήσω. Έβγαιναν άνθρωποι που είχαν χάσει τα πάντα. Τις οικογένειες τους, τα υπάρχοντα τους, παιδιά που είχαν χάσει τους γονείς τους και αυτό που ήθελαν, ήταν έναν άνθρωπο για να συνεννοηθούν και να μιλήσουν. Κι εδώ στην Ειδομένη, αυτό ήρθα να κάνω. Να τους βοηθήσω στην μετάφραση, να δω αν χρειάζονται χρήματα, ή ότι άλλο. Ήθελαν πράγματα και δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν. Να ζητήσουν κουβέρτες, σκηνές, να πάνε στον γιατρό και τέτοια πράγματα. Νιώθω πολύ χαρούμενος που βοήθησα. Νιώθω καλά για τον εαυτό μου. Η ζωή στην Ειδομένη ήταν δύσκολη. Είχε πολύ κρύο και υγρασία. Υπήρχαν και άλλα προβλήματα. Οι Μαροκινοί μου έκλεψαν δύο φορές τις κουβέρτες. Μου τις πήραν μέσα από τα χέρια. Ήταν δέκα μαζί. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Πάντως οι Σύριοι είχαν τις καλύτερες εντυπώσεις από την Ελλάδα και την φιλοξενία που γνώρισαν».
Ο Μοχάμεντ κατάγεται από το Χαλέπι. Εκεί συνεχίζει να μένει η μητέρα του και η αδελφή του. «Ευτυχώς δεν έχουν βομβαρδίσει την συνοικία που μένουν. Τα αεροπλάνα περνάνε από πάνω από το σπίτι μας, αλλά μέχρι τώρα δε μας έχουν βομβαρδίσει», λέει ο Μοχάμεντ και συνεχίζει: «Υπάρχουν άλλες περιοχές της πόλης που έχουν καταστραφεί τελείως. Κατάφερα να πάω στην Συρία το 2010. Παράνομα βέβαια. Έμεινα 15 μέρες. Είδα τη μητέρα και την αδελφή μου. Θέλω να τις πάρω μαζί μου στην Σουηδία, αλλά δε θέλουν να φύγουν από το Χαλέπι. Η μητέρα μου, δεν έχει δει ποτέ τον γιο μου. Η ζωή περνάει κι είναι μεγάλη σε ηλικία. Μιλάμε μόνον μέσω ιντερνέτ, αλλά θα ήθελα να έρθει μαζί μου. Είναι χαρούμενη που έφυγα. Όλες οι μανάδες θέλουν τα παιδιά τους να είναι σε ασφαλές περιβάλλον. Εγώ νιώθω ότι καίγομαι από μέσα μου βλέποντας τι γίνεται στην Συρία. Είναι πολύ δύσκολο να βλέπεις την χώρα σου να καταστρέφεται και να μην μπορείς να κάνεις τίποτε. Αγαπώ πολύ την Συρία και με πονάει αυτό που βλέπω. Βλέπουν την χώρα μου σαν παιδική χαρά. Παίζουν παιχνίδια οι Ρώσοι, οι Αμερικάνοι, οι Γάλλοι, η Τουρκία, το Ισραήλ, η Γερμανία. Όλοι παίζουν στην Συρία».
Ο Μοχάμεντ είναι 36 χρονών πλέον και γνωρίζει ότι η πατρίδα του δε θα γίνει ποτέ έτσι όπως την άφησε πριν από δέκα περίπου χρόνια. Με παρακάλεσε να μην τον φωτογραφίσω, λόγω της κατάστασης στην Συρία. Δέχθηκε να φωτογραφηθεί μόνον με πλάτη γυρισμένη και το βλέμμα του στραμμένο στον καταυλισμό της Ειδομένης. Ούτως ή άλλως, το βλέμμα του Μοχάμεντ, ήταν, είναι και θα είναι στραμμένο όπου βρίσκονται και υποφέρουν συμπατριώτες του και θα πηγαίνει για να τους βοηθήσει με όσες δυνάμεις διαθέτει.