Νίκος Κοντός: Η εξέλιξη ενός DJ
Το μυστικό της επιβίωσης για τους πάντες και τα πάντα, είναι η προσαρμογή. Η αντίληψη των αλλαγών που συντελούνται και η προσαρμογή στα νέα δεδομένα. Ακόμη και ο πιο δυνατός και ο πιο ταλαντούχος, αν δεν διαθέτει την ικανότητα της προσαρμογής, στο τέλος χάνεται. Από την νυχτερινή Θεσσαλονίκη, έχουν περάσει εκατοντάδες ταλαντούχοι disc jokey η οποίοι άφησαν εποχή. Οι περισσότεροι από αυτούς, δεν κατάφεραν να αλλάξουν και να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα της διασκέδασης στην πόλη, με αποτέλεσμα να χαθούν. Υπάρχουν όμως και κάποιοι, που επέλεξαν έναν άλλον δρόμο. Ούτε της προσαρμογής, ούτε και της παραμονής στα ίδια και τα ίδια. Επέλεξαν τον δρόμο του πειραματισμού και τώρα, διάγουν μια νέα καριέρα, σε ένα νέο στυλ μουσικής, που συνδυάζει το παλιό με το καινούργιο.
Ένας από αυτούς, είναι ο Νίκος Κοντός και το Request Project, που έχει δημιουργήσει τα τελευταία χρόνια. L.A., Παραλία, Boozer, Cocos, Splendid, Άρωμα, Small talk, Μαμούνια, Γλαρόκαβος. Μερικά από τα πιο ιστορικά μαγαζιά της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής και μερικά από αυτά που ο Νίκος Κοντός έπαιξε από τις αρχές της δεκαετίας του 90, όταν άρχισε δηλαδή την επαγγελματική του καριέρα ως DJ. Τα τελευταία χρόνια, συνδύασε την εμπειρία του ως DJ, φτιάχνοντας ένα σχήμα, όπου αναμειγνύονται η μουσική που παίζει ο ίδιος, με τα φωνητικά μιας τραγουδίστριας και τα κρουστά ή το σαξόφωνο.
«Το Request Project, προέκυψε εδώ και έξι χρόνια στην καριέρα μου, μέσα από τις μουσικές ανησυχίες που είχα και συνεχίζω να έχω» λέει ο Νίκος και συνεχίζει: «Στην αρχή, ξεκίνησα να παίζω μουσική με την συνοδεία κρουστών και σαξόφωνου, ξεχωριστά. Έβγαινε πολύ ενδιαφέρον ήχος και στην συνέχεια, τον τελευταίο χρόνο, άρχισα να πειραματίζομαι και με τα φωνητικά. Αυτή την στιγμή, ως Request Project, παίζουμε με ένα σαξόφωνο και μια τραγουδίστρια. Όλοι μαζί ταυτόχρονα. Πειραματίστηκα αρκετά. Ο πρώτος σαξοφωνίστας που συνεργάστηκα, ήταν από την Λάρισα, ο Vasilis Gur Ilias. Ξεκινήσαμε σε ένα εντυπωσιακό μαγαζί στην Καβάλα. Την Σελήνη. Είναι το πιο εντυπωσιακό μαγαζί που έχω παίξει στην ζωή μου. Είναι πάνω στα βράχια και από κάτω είναι η θάλασσα. Από τραγουδίστριες, ξεκίνησα αρχικά με την Μαρία Μπαλή, στην συνέχεια συνεργάστηκα και με την Ραχήλ Τζελεπίδου, γνωστή από το πέρασμα της από τους Εμιγκρέ και πρόσφατα άρχισα να συνεργάζομαι και με την Χριστίνα Παπαϊωάννου, σε ένα λίγο διαφορετικά πρόγραμμα αφού, παίζουμε μόνον funk music. Με την Μαρία και την Ραχήλ, το πρόγραμμα είναι πιο cocktail. Παίζουμε από Jazz μέχρι House. Το Request Project έχει μεγάλη επιτυχία και όπου παίζουμε μας ξανακαλούν. Είναι κάτι που έχει την αίσθηση του live, όμως γίνεται με τρία μόνον άτομα. Οι σαξοφωνίστες που έχω συνεργαστεί, είναι ο Δημήτρης Τσέλιος, ο Χρήστος Αγγουριδάκης, ο Τάσος Γκέτζης, ο Ορέστης Εξηντάρης ο Παναγιώτης Ανδρονίκου και η Σοφία Μωυσιάδου. Το Request Project, προέκυψε από την αγάπη που έχω για την μουσική. Πρέπει αγαπάς την μουσική για να προχωράς σε πειραματισμούς. Να αφιερώνεις πολύ χρόνο, σε πρόβες και πειραματισμούς, μέχρι να βγει κάτι καλό. Δεν λέω ότι με την δουλειά αυτή κάνουμε τον κόσμο σοφότερο μουσικά. Ο στόχος μας είναι κυρίως η διασκέδαση. Παίζουμε γνωστά κομμάτια. Τώρα ετοιμάζω ένα καινούργιο Project. Πέρα από φωνητικά και σαξόφωνο, θα έχει τρομπέτα και κρουστά. Δεν θα παίζουν όλοι μαζί. Κάθε φορά, θα παίζω εγώ, με έναν από τους συντελεστές. Ανάλογα με το τραγούδι. Μόνον η τραγουδίστρια θα συνδυάζεται με όλα τα όργανα. Πάντως αυτό που κάνουμε έχει τέτοια απήχηση, που έχουμε προτάσεις από ξενοδοχεία της Ελλάδας και του εξωτερικού, για να πάμε να παίξουμε».
Ο Νίκος Κοντός έχει παίξει σε μερικά από τα πιο ιστορικά μαγαζιά της Θεσσαλονίκης. Την επαγγελματική του καριέρα όμως, ως DJ την ξεκίνησε στην Κρήτη. «Είχα πάει στο μαγαζί ενός φίλου του πατέρα μου για να παίξω μουσική. Στο μπαρ «Palm Tree». Έμεινα εκεί δύο εβδομάδες και μετά συνέχισα στο κλαμπ της περιοχής. Ένα φανταστικό μέρος που έβλεπε στο Λιβυκό πέλαγος. Έμεινα τελικά στην Παλαιόχωρα τρεις ολόκληρους μήνες. Ήταν αρχές της δεκαετίας του 1990. Πιο πριν, έπαιζα μόνον σε πάρτι του σχολείου και σε σπίτια, όταν κάναμε πάρτι. Πήγαινα στο δεύτερο Λύκειο Συκεών. Στην Παλαιόχωρα, το στυλ ήταν ιδιαίτερο. Ήταν ένα από τα μέρη που πηγαίνανε οι χίπις την δεκαετία του 1970. Όταν ήμουν εγώ εκεί, έβλεπα ξένους, πατεράδες με τα παιδιά τους να έρχονται μαζί διακοπές και οι πατεράδες να λένε ότι είχαν έρθει για πρώτη φορά όταν ήταν κι εκείνοι έφηβοι στην Παλαιόχωρα. Ως χίπις. Το μαγαζί, ήταν κλαμπ με αισθητική ντισκοτέκ. Είχε μέχρι και ντισκόμπαλα στο κέντρο. Ο κόσμος όμως δεν χόρευε με τις επιτυχίες της εποχής. Ήθελαν ροκ και ρέγκε. Για να καταλάβεις, έβαζα το “Back to life back to reality” και με κοιτούσαν παράξενα. Βέβαια τότε στα κλαμπ, το πρόγραμμα εναλλάσσονταν ανάμεσα στα μπλουζ και στα γρήγορα. Τώρα στα κλαμπ, είναι όλα πριόνι. Όταν επέστρεψα στην Θεσσαλονίκη, άρχισα να δουλεύω στο L.A. Ιστορικό μαγαζί της πόλης. Στην Στρατηγού Καλάρη. Τώρα είναι σούπερ μάρκετ. Εκεί με πήγε ο Άκης ο Γιαρένης που δούλευε και αυτός εκεί. Ήμασταν γνωστοί, επειδή παίζαμε μπάσκετ μαζί. Μετά πήγα στο «Παραλία», στο Boozer που ήταν στο μαγαζί που βρίσκονταν η παλιά Σελήνη, στην Τσόπελα, στο Splendid, στο Άρωμα και σε πολλά άλλα μαγαζιά» θυμάται ο Νίκος και συνεχίζει:
«Τότε ξοδεύαμε πολλά χρήματα για δίσκους. Δεν γινόταν αλλιώς. Πηγαίναμε στα δισκάδικα της εποχής και καθόμασταν ώρες, ψάχνοντας για νέα τραγούδια. Στο Blow up, το Billboard, το Stereo disc, το Άνω Κάτω και άλλα. Αν και οι προτιμήσεις μου ήταν κυρίως στην ηλεκτρονική μουσική, ο πρώτος δίσκος που αγόρασα, ήταν όταν ήμουν 12 χρονών, ένας δίσκος των America με τίτλο “view from the ground”. Ο δεύτερος ήταν από τους Kraftwerk . O δίσκος “The Man-Machine”. Πήρα αυτόν τον δίσκο γιατί μου άρεσέ το τραγούδι “The Robots”. Τους άκουγα από πέντε χρονών, στο ραδιόφωνο στην Γερμανία. Ήταν από το Ντίσελντορφ. Την πόλη όπου γεννήθηκα. Ήταν πρωτοπόροι στην ηλεκτρονική μουσική. Όλα αυτά που ακούμε τώρα, ξεκίνησαν από τους Kraftwerk. Σκέφτομαι αν είχα τα χρήματα που έχω δώσει μέχρι τώρα για τους χιλιάδες δίσκους και cd που έχω αγοράσει, δεν θα χρειαζόταν να δουλεύω. Έψαχνα δίσκους παντού. Κάποιους σπάνιους δίσκους που έψαχνα στην Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και το εξωτερικό, τους βρήκα σε ένα δισκάδικο στην Κατερίνη. Θυμάμαι, εκεί είχα βρει τον δίσκο της Sarah Ann McLachlan τον έψαχνα, για το τραγούδι “steaming”».
Μπορεί ο Νίκος να εξελίχθηκε και να συνεχίζει να εξελίσσεται, όμως πάντα νοσταλγεί τις παλιές καλές μέρες της Θεσσαλονίκης. «Τότε τα μαγαζιά στην πόλη ήταν μετρημένα και το κάθε ένα είχε το στυλ του. Την ταυτότητα του» λέει και συνεχίζει: «Εγώ είχα την τύχη να δουλεύω στα πιο εμπορικά μαγαζιά της εποχής. Τώρα τα μαγαζιά είναι άπειρα και δεν έχουν πλέον μουσική ταυτότητα. Όπου παίζω εγώ, προσπαθώ να δώσω μια ταυτότητα. Τότε τα πράγματα ήταν πιο αγνά και πιο ξεκάθαρα. Υπήρχαν τα μέρη που σύχναζαν τα μέταλλά, οι ροκάδες, οι πάνκιδες, οι ροκαμπιλάδες, οι νιουγουεβάδες κλπ. Ήταν ξεκάθαρα. Εξάλλου τότε, τα κινήματα ήταν μουσικά. Η μουσική που άκουγες, δήλωνε κάτι. Τώρα όλοι παίζουν τα ίδια. Η κρίση που ζούμε, δεν είναι μόνον οικονομική κρίση. Είναι και κρίση αισθητικής. Έχει χαθεί η αισθητική. Παίζω κομμάτια που εσύ τα θεωρείς αυτονόητα και ο κόσμος εντυπωσιάζεται, γιατί η αισθητική όλων των υπολοίπων είναι χάλια. Πλέον στα μπαρ ο κόσμος δεν χορεύει. Φοβάται να χορέψει.
»Βέβαια κάθε εποχή έχει και τα ωραία της. Εμένα με ενδιέφερε πάντα η μουσική. Δεν ήμουν ποτέ γκουρού στις αλλαγές. Εξάλλου τώρα τα κάνει όλα το μηχάνημα. Μέσα από τον υπολογιστή γίνονται οι μίξεις και οι αλλαγές των κομματιών. Τώρα από τον DJ ζητάνε να είναι και PR. Να φέρνει τον κόσμο του μαζί. Παλιά δεν συνέβαινε αυτό. Θυμάμαι στο Παραλία ή στο Άρωμα, ερχόταν φίλοι μου και έλεγα «ωχ τώρα θα με ζαλίσουν». Εγώ επιλέγω πλέον να παίζω σε μαγαζιά που έχουν δυναμική. Ο κόσμος έρχεται δίχως να τους πεις τίποτε. Αυτό που θέλω να κάνω τώρα, είναι να μεταλαμπαδεύσω την αγάπη μου για την μουσική στον γιο μου. Είναι εννιά χρονών και δείχνει να ενδιαφέρεται πολύ. Στην πορεία μου, υπήρξαν άνθρωποι που με στηρίξανε ηθικά. Με κάνανε να αισθανθώ σιγουριά ώστε να συνεχίσω να κάνω αυτό που κάνω και να το εξελίξω. Στην δουλειά αυτή, δεν φτάνει μόνον η δική σου πρόθεση. Χρειάζονται και άνθρωποι γύρω σου για να σε στηρίξουν».