Η μυρωδιά της Ειδομένης…
«Η µυρωδιά που µε ταξιδεύει πίσω στα παιδικά µου χρόνια, εκεί όπου έκανα τα πρώτα ποδοσφαιρικά µου βήµατα, είναι η µυρωδιά της κοπριάς που κυριαρχούσε στην παλιά λαχαναγορά. Εκεί όπου μεγάλωσα» μου είχε πει κάποτε ο Γιώργος Κούδας, σε μια συνέντευξη για την ζωή του.
Η μυρωδιά της Ειδομένης, θα ταξιδεύει πίσω, στις μέρες που ζούμε, όλους όσους πέρασαν από αυτό το μικρό χωριό της Ελληνικής μεθορίου και έζησαν ένα κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας της ανθρωπότητας. Είτε ως πρωταγωνιστές, είτε ως παρατηρητές. Πρόσφυγες, μετανάστες, αστυνομικοί, δημοσιογράφοι, φωτορεπόρτερ, κάμεραμαν, μέλη ΜΚΟ και απλοί άνθρωποι που πέρασαν κάποια στιγμή από τον καταυλισμό της Ειδομένης, προκειμένου να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους. Το άρωμα της Ειδομένης, είναι μια μίξη από μυρωδιές καπνού από καμένο χλωρό ξύλο, από καμένα σκουπίδια, καμένο πλαστικό, καμένο λάστιχο, καμένους στρωτήρες, ιδρώτα, αγωνία, απογοήτευση, κούραση, οργή, χαρά, ανακούφιση, πόνο, δράμα, πένθος, προσφορά, κάτουρο,
περιττώματα, αίμα, καμένη σάρκα.
Μια μυρωδιά που θα φύγει πολύ δύσκολα από το μυαλό αλλά και τα ρούχα όλων όσων πέρασαν από κει. Οι φωτιές, καίνε σε όλη την διάρκεια του 24ώρου. Το πρωί τα ξύλα καπνίζουν λες και ξεκουράζονται από την νυχτερινή τους δραστηριότητα. Η υγρασία στην Ειδομένη μάχεται με την θερμότητα από τις πυρές που ανάβουν οι μετανάστες γύρω από της σκηνές τους. Ο αγώνας είναι άνισος, γιατί τα ξύλα είναι τις περισσότερες φορές υγρά και τα σκουπίδια καίγονται γρήγορα, βγάζοντας μαύρο καπνό. Μόνον τις τελευταίες μέρες, ο Γκονζάλες, ο χαμογελαστός Μεξικανός με τους φίλους του, τους εθελοντές από όλη την Ευρώπη, φέρνουν ξύλα με φορτηγό και τα πετάνε μέσα στα χωράφια, προκειμένου να ζεσταθούν οι μετανάστες. «Προσπαθήσαμε να φτιάξουμε μια μεγάλη πυρά και να συγκεντρώσουμε όλους γύρω της για να ζεσταθούν, αλλά δεν την επέλεξαν. Προτιμούν να ανάβουν ο κάθε ένας την δική του φωτιά και να κάθεται γύρω της με τους δικούς της ανθρώπους. Γι αυτό ρίχνουμε τα ξύλα στο χωράφι και τα παίρνουν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες» λέει ο Γκονζάλες. Σε ένα άλλο χωράφι κι άλλα ξύλα. Όχι ως προσφορά. Κάποιο από τα όρνεα που πετάνε γύρω από την Ειδομένη, βρήκε τρόπο να κονομήσει. «Δέκα ευρώ το καροτσάκι πληρώσαμε για τα ξύλα» μου λέει ο Μοχάμεντ από την Συρία. «Δεν ξέραμε ότι αυτά είναι δωρεάν» συμπληρώνει. Η μυρωδιά της Ειδομένης, θα καλύπτει για χρόνια ακόμα το μικρό αυτό κομμάτι γης. Το κομμάτι αυτό από το οποίο έχουν περάσει περισσότερες από ένα εκατομμύριο ανθρώπινες ψυχές στον δρόμο για τον βορρά, στην μεγαλύτερη μετανάστευση ανθρώπων στην Ευρώπη, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.