Ενας οραματιστής με πλάνο και στρατηγική!
Ορισμένες φορές προσπαθείς να περιγράψεις έναν άνθρωπο που γνωρίζεις την αξία του, τις αρχές του, τον υψηλό δείκτη ηθικής του και δεν ξέρεις από που να αρχίσεις. Ομως στην περίπτωση του Γιάννη Γιαννουρή, του καλύτερου Έλληνα προπονητή water polo και μεγάλου γνώστη του αθλητισμού παγκοσμίως, μια λέξη αντιπροσωπεύει πλήρως την εικόνα του προς τα έξω. ΚΥΡΙΟΣ. Με όλα τα γράμματα κεφαλαία, όπως αρμόζει στην περίπτωσή του…
Ο coach μάς τίμησε και δέχτηκε να ξετυλίξει στο HumanStories τη δικιά του ιστορία, που δεν ξεκίνησε με ευκολίες και βατά μονοπάτια, αλλά με πολλή δουλειά και προσπάθεια για να φθάσει ψηλά.
Το παρακάτω απόσπασμα των δηλώσεών του μπορεί να δώσει απαντήσεις στο τι πρέπει να κάνουμε στην Ελλάδα της παρατεταμένης κρίσης, προκειμένου (κυρίως) τα νέα παιδιά να βγουν από το τέλμα και τη μιζέρια και να κάνουν πράξη τα όνειρά τους:
«Είχα μαζέψει θυμάμαι πολλά παιδιά στις ακαδημίες της Βουλιαγμένης, τόσα πολλά που δεν μπορούσα να τα δουλέψω όλα μαζί. Βέβαια να σκεφτεί κανείς ότι η ενασχόλησή μου με τους πιτσιρικάδες ήταν εθελοντική γιατί που λεφτά και για δεύτερο προπονητή στην παιδική Ομάδα. Παρόλα αυτά προσέλαβα… βοηθό, τον οποίο μάλιστα χαρτζιλίκωνα από την τσέπη μου, με λεφτά που έβγαζα κάνοντας μαθήματα μαθηματικών και φυσικής σε μικρούς μαθητές γυμνασίου.
»Να πω εδώ ότι τα καλοκαίρια από το 1977 έως το 1982 μετακόμισα στη Βουλιαγμένη κι έμενα μέσα στον Όμιλο, στο Ιατρείο του Ομίλου, αφού δεν είχα χρήματα για να νοικιάσω διαμέρισμα. Ετσι μοίραζα τον χρόνο μου ανάμεσα στην Εθνική Ομάδα και τους μετέπειτα «μπέμπηδες» της Βουλιαγμένης».
– Πώς ξεκινάει η human story του κατά τεκμήριο (κι αποτελεσμάτων), καλύτερου Έλληνα προπονητή; Από τις πρωτιές στο πρόσθιο στυλ κολύμβησης, στο water polo, στην Εθνική Ομάδα, προπονητής του ΝΟΒ και «θαυματοποιός» κόουτς με έναν ευρωπαϊκό τίτλο –ανάμεσα σε δεκάδες επιτυχίες – στη συλλογή του;
«Σας ευχαριστώ για τον χαρακτηρισμό και τα καλά σας σχόλια. Δεν πιστεύω βέβαια σε θαύματα και θαυματοποιούς. Οι επιτυχίες στον αθλητισμό, όταν έρχονται, οφείλονται πάντα σε πολλούς. Στις διοικήσεις που βάζουν στόχους και κάνουν τις επιλογές, στους αθλητές που μοχθούν καθημερινά προσπαθώντας να βελτιωθούν και να ξεπεράσουν τον εαυτό τους και βέβαια στον προπονητή που προετοιμάζει και διαχειρίζεται τις αγωνιστικές τύχες της Ομάδας, τις νίκες και τις ήττες της.
»Κανένας από μόνος του δεν μπορει να πετύχει κάτι ξεχωριστό.
»Η ιστορία μου, αν και δεν ενδιαφέρει και τόσο, ξεκίνησε στη θάλασσα της Βουλιαγμένης το 1964 όταν οι γονείς μου, με πήγαν στην πλωτή θαλάσσια πισίνα του Ναυτικού Ομίλου Βουλιαγμένης για να μάθω μπάνιο. Τότε τον Αύγουστο του 1964 θυμάμαι συμμετείχα και για πρώτη φορά σε αγώνες «Μπιμπερόν» όπως λέγονταν. Τερμάτισα 4ος και μόλις βγήκα στη στεριά ρώτησα την μητέρα μου. Μαμά πότε θα πάρω το κύπελλο? Η απάντηση αναμενόμενη. «Παιδί μου το κύπελλο το παίρνει μόνο ο πρώτος…».
»Συνέχισα το κολύμπι, με αρκετή αφοσίωση και συνέπεια έως το τέλος του σχολείου το 1975 όταν έπρεπε να ετοιμαστώ για τις εξετάσεις του Πολυτεχνείου. Παράλληλα τα τελευταία χρόνια της κολυμβητικής μου καριέρας είχα την τύχη να μου ζητήσει ο Ηλίας ο Λακουμέντας να συμμετέχω στην Ομάδα Πόλο της Βουλιαγμένης που αγωνιζόταν στην Β’ Εθνική. Ημουν ο μόνος μικρός σε ηλικία αθλητής της Ομάδας κι αυτό μου έδωσε, σε συνδυασμό με την κολυμβητική μου υποδομή στο πρόσθιο, την ευκαιρία να διακριθώ ως τερματοφύλακας.
Ο Αντρέας Γαρύφαλλος προπονητής τότε της Εθνικής Ομάδας με κάλεσε στην εθνική Νέων αρχικά το 1976 και στη συνέχεια στην Εθνική Ανδρών με την οποία το 1977 συμμετείχα, ως αναπληρωματικός του μεγάλου Δημήτρη Κώνστα για πρώτη φορά στο Πανευρωπαϊκό του Γιόνκοπιγκ στη Σουηδία. Ακολούθησε το Παγκόσμιο στο Βερολίνο το 1978, οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Μόσχα το 1980, το Πανευρωπαικό Πρωτάθλημα κι οι Μεσογειακοί του 1981 και τέλος το Παγκόσμιο στο Εκουαδόρ το 1982.
»Ηταν τότε το καλοκαίρι του 1982 που αποφάσισα να κρεμάσω το σκουφάκι και να αλλάξω ρόλο».
– Αυτοί που γνωρίζουν καλά το ελληνικό water polo, αναγνωρίζουν στο πρόσωπό σας, τον άνθρωπο που οραματίστηκε το άθλημα και τις δομές του με αδιανόητο τρόπο, για την εποχή του και κατάφερε να υλοποιήσει τα όνειρά του με το «θαύμα του ΝΟΒ». Τελικά είχατε τέτοιο προσόν ή συνετέλεσε κάτι άλλο σε αυτήν την εξέλιξη;
«Η αλήθεια είναι ότι αρκετά πιο νωρίς, το 1977, βλέποντας ότι η ομάδα μου η Βουλιαγμένη δεν είχε νέα παιδιά σε συνεργασία με τον Ηλία Λακουμέντα ξεκινήσαμε τη δημιουργία Ομάδας Παίδων κάτω των 15 ετών. Ηταν τότε η φουρνιά παιδιών που γεννήθηκαν το 1962.
»Οταν ξεκίνησα να ασχολούμαι με τα παιδιά άρχισα να έχω πολλά ερωτήματα, που ως αθλητής δεν υπήρχε λόγος να έχω. Χωρίς να καταλάβω βρέθηκα να ασχολούμαι με ακόμη πιο μικρά παιδιά της γενιάς του ’64, ’65, ’67. Είχα βέβαια την τύχη και πάλι με το μέρος μου στη Βουλιαγμένη, αφού προπονητής στην Ανδρική Ομάδα ήρθε ο Όμηρος Πολυχρονόπουλος. Ο Όμηρος από τους πρώτους προπονητές με πτυχίο Γυμναστικής Ακαδημίας, με προπονητή στον Ολυμπιακό – όπου ήταν αθλητής – τον Ίβο Τρούμπιτς, αλλά πάνω απ΄όλα άνθρωπος με αρχές και χαρακτήρα με βοήθησε να καταλάβω πολλά.
»Είχα μαζέψει θυμάμαι πολλά παιδιά, τόσα πολλά που δεν μπορούσα να τα δουλέψω όλα μαζί. Είχα ανάγκη από βοήθεια. Βέβαια να σκεφτεί κανείς ότι η ενασχόλησή μου με τους πιτσιρικάδες ήταν εθελοντική κι έτσι που λεφτά και για δεύτερο προπονητή στην παιδική Ομάδα δεν υπήρχαν. Παρόλα αυτά προσέλαβα… βοηθό, τον οποίο μάλιστα χαρτζιλίκωνα από την τσέπη μου, με λεφτά που έβγαζα κάνοντας μαθήματα μαθηματικών και φυσικής σε μικρούς μαθητές γυμνασίου.
»Να πω εδώ ότι τα καλοκαίρια από το 1977 έως το 1982 μετακόμισα στη Βουλιαγμένη κι έμενα μέσα στον Όμιλο, στο Ιατρείο του Ομίλου, αφού δεν είχα χρήματα για να νοικιάσω διαμέρισμα. Ετσι μοίραζα τον χρόνο μου ανάμεσα στην Εθνική Ομάδα και τους μετέπειτα «μπέμπηδες» της Βουλιαγμένης.
»Θυμάμαι πάντα με νοσταλγία τα χρόνια αυτά πάντα αφού ήταν, πέρα από τα χρόνια της νιότης, χρόνια εξαιρετικά δημιουργικά γεμάτα από όνειρα, πολλές και προτόγνωρες εμπειρίες και συγκινήσεις.
»Μια από αυτές και το πρώτο Πρωτάθλημα που πήρε η Βουλιαγμένη το 1982. Το Πρωτάθλημα Παίδων με τη φουρνιά των 67άρηδων του Γιώργου Μαυρωτά, Κώστα Δήμου, Κώστα Πρωτοπαππά, Γιάννη Δεληκανάκη, Κώστα Σπηλιόπουλου κι άλλων. Ηταν τότε, 5 χρόνια μετά το ξεκίνημα το 1977, απόφοιτος πλέον Πολιτικός Μηχανικός του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, όταν μου ήρθε κι η πρώτη επαγγελματική πρόταση.
»Αφήνω λοιπόν τη Βουλιαγμένη τον Σεπτέμβριο του 1982 κι αναλαμβάνω την Ανδρική Ομάδα του Παναθηναϊκού, την εποχή εκείνη 3η ομάδα της Α’ Εθνικής. Δεν θέλω να σας κουράσω με τα βήματα της καριέρας μου που είχαν ως σημείο αναφοράς κυρίως τη Βουλιαγμένη με την οποία αφού επέστρεψα το 1985 αξιώθηκα να συμβάλλω στην κατάκτηση του πρώτου Πρωταθλήματος Ανδρών το 1991.
»Στη συνέχεια έφυγα για την Πεσκάρα στην Ιταλία, μετά την Μαρσέιγ της Γαλλίας για να γυρίσω ως Προπονητής της Εθνικής Ανδρών το 1994. Στην Εθνική έμεινα μόνο 1 χρόνο παρά την επιτυχία της Ομάδας να μπει για πρώτη φορά στη 8άδα στο Παγκόσμιο της Ρώμης, λόγω διοικητικών ανακατάξεων στην Ομοσπονδία. Ετσι μετά από σύντομο πέρασμα από τον Εθνικό Πειρά το 1995 βρίσκομαι πάλι στη Βουλιαγμένη με την οποία βγαίνουμε Πρωταθλητές Ελλάδος το 1997 και 1998, Κυπελλούχοι το 1996 και 1999 ενώ κατακτούμε το Κύπελλο Κυπελούχων Ευρώπης το 1997».
– Η φράση «γιατί οι ξένοι κι όχι εμείς», που είπατε ακόμη ως αθλητής, νομίζετε ότι έχει παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή σας και στην καριέρα σας;
«Από μικρός, όταν σαν αθλητής βγήκα εκτός Ελλάδος με την Εθνική, κατάλαβα ότι κάτι δεν κάνουμε καλά. Αρχισα να μελετώ στην αρχή τους Ούγρους, ήταν τότε η εποχή του Φάραγκο και της παρέας του, Ολυμπιονίκες στο Μόντρεαλ το 1976, στη συνέχεια τους Γιουγκοσλάβους με τους οποίους και λόγω γειτονίας είχαμε και συχνότερες επαφές. Ηρθα σε επαφή επίσης μετον Ιταλό προπονητή του Εθνικού, Αλφιο Φλόρες, χάρις στον οποίο πίστεψα ακόμα πιο πολύ στο ότι το μυστικό έγκειται στη δουλειά με τους μικρούς. Ηταν τότε που λανσάραμε στη Βουλιαγμένη το σύνθημα «ας αρχίσουμε τώρα με τα παιδιά» Συνειδητοποίησα πώς οι διαφορές μας με τους ξένους, δηλαδή με τις πιο προηγμένες πολιστικά χώρες είχαν να κάνουν αποκλειστικά με το ότι εκείνοι ξεκινούσαν πιο νωρίς όταν εμείς πριμέναμε ένα κολυμβητή να τελειώσει την καριέρα του και να αρχίσει μετά το Πόλο. Και βέβαια η δεξαμενή επιλογής στις προηγμένες χώρες ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη.
»Η δουλειά λοιπόν με αυτό που αποκαλούμε τμήματα υποδομών πήρε μπροστά. Αυτό θα μπορούσε να πει κανείς ότι προσέδωσε μια νέα πνοή στο Ελληνικό Πόλο αφού την εποχή εκείνη, μέσα δεκαετίας του 1980 η Βουλιαγμένη μαζί με τη Γλυφάδα που προηγήθηκε με μια πολύ καλή φουρνιά των αδελφών Γιαννόπουλος, τους αδελφούς Παπαναστασίου, Πάτερο, Πατέρα, Μάρκογλου, Παπαϊωάννου κ.α. έσπασαν το δίπολο Εθνικού/Ολυμπιακού που κυριαρχούσε για δεκαετίες στην Ελληνικό Πόλο.
Το 1984 γνώρισα τον Καταλανό Πέπε Μπράσκο, προπονητή της Εθνικής μας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Αντζελες. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση πώς είχε το κουράγιο να επιλέξει τον Γιώργο Μαυρωτά σε ηλικία μόλις 17 ετών στην Εθνική. Ηταν βέβαια ο ίδιος προπονητής που λάνσαρε το θρυλικό Μανέλ Εστιάρτε σε ηλικία μόλις 15 ετών στην Εθνική Ισπανίας. Αναφέρομαι σε όλα αυτά για να επιστρέψω στο ερώτημά σας. Η δουλειά στη βάση του οικοδομήματος, που σήμερα έχει φέρει το Ελληνικό Πόλο στην πρώτη γραμμή σε Άνδρες και Γυναίκες μάς έδωσε να καταλάβουμε ότι δεν υστερούμε σε τίποτα σε σχέση με τους ξένους όταν δουλεύουμε σωστά και προγραμματισμένα».
– Αν σας ζητούσαμε να ερμηνεύσετε τις λέξεις «ομάδα», «πρόγραμμα με σύστημα», «μεθοδικότητα», «εξωστρέφεια», ποια θα βάζατε πρώτη βάσει της αξίας της και γιατί;
«Αυτό που θα έβαζα πρώτο σε μια λίστα όπως αυτή που με ρωτάτε είναι την λέξη ΟΡΑΜΑ. Τι θέλουμε να κάνουμε, που θέλουμε να πάμε. Αυτό έρχεται πρώτο. Αυτό που λέγεται ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΠΛΑΝΟ. Αν ήταν ένα καράβι θα λέγαμε απλά που θέλει να το πάει ο καπετάνιος. Από εκεί ξεκινούν όλα. Αν δεν υπάρχει αυτό μαθηματικά οδηγούμαστε στα βράχια.
»Το πρόγραμμα έρχεται μετά. Ανάλογα δηλαδή με το που θέλουμε να φτάσουμε πώς μπορούμε να το κάνουμε. Είναι αυτό που λέγεται business plan. Αυτό απαιτεί τεχνογνωσία και βέβαια συστηματικότητα. Λάθη θα γίνονται κι ήττες πάντα θα υπάρχουν αλλά πρέπει να αξιολογούνται και μαζί με τις νίκες να αποτελούν ένα μπούσουλα για αλλαγές και διορθώσεις στην πορεία.
»Η Ομάδα έρχεται παράλληλα. Για να πετύχουμε τους στόχους μας πρέπει όλοι να ενταχθούν στους κανόνες και τις αρχές που διέπουν κάθε Ομαδική προσπάθεια. Ομάδα εξάλλου δεν είναι το άθροισμα των μονάδων, όσο καλές και να είναι αυτές. Είναι αυτό που ενώνει τους παίκτες, αυτό που κάνει την καλή ομάδα, όπως έλεγε κι ο φίλος ποιητής (και συμπαίκτης μου στη Βουλιαγμένη) Σωτήρης Κακίσης σε μια από τις συνεντεύξεις του».
– Με την εμπειρία σας, σε μια Ελλάδα που διανύει παρατεταμένη οικονομική κρίση (και κρίση αξιών), πώς μπορεί το όραμα, το όνειρο, η ελπίδα να μην σβηστούν και να οδηγηθούν μέχρι το τελευταίο μονοπάτι της υλοποίησης;
«Κοιτάξτε. Θεωρώ ότι η κρίση στην οποία όλοι αναφερόμαστε είναι άλλοθι για την ανεπάρκειά μας. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που είχαμε πολλά, αλλά τηλεόραση έβλεπα στον δρόμο γιατι δεν είχαμε. Μετακινούμουν πάντα με το λεωφορείο γιατί δεν είχα λεφτά για ταξί. Αγόρασα το πρώτο μου αυτοκίνητο στα 27 μου κι αυτό μεταχειρισμένο. Σήμερα τα έχουμε όλα, τηλεόραση σε κάθε δωμάτιο, αυτοκίνητο το κάθε μέλος της οικογένειας κ.α. Το επίπεδο διαβίωσής μας ανέβηκε αισθητά τα τελευταία 30 χρόνια. Μάθαμε να ζούμε και με παραπάνω από αυτά που αντέχαμε. Τώρα είναι εποχή των ισχνών αγελάδων. Τώρα ακόμα πιο πολύ πρέπει να δουλέψουμε στην παραγωγή. Αυτό εξάλλου είναι κάτι που χρειάζεται κι η χώρα μας γενικότερα. Εδώ απαιτείται στρατηγικός σχεδιασμός από πάνω προς τα κάτω, πρόγραμμα και μεθοδικότητα Πάνω απ΄όλα αξιοκρατία κι επιστροφή σε αξίες κι αρχές που ξέρουμε και που στο παρελθόν μας οδήγησαν ψηλά.
»Το κρατικοδίαιτο σύστημα Ομοσπονδιών και σωματείων που άνθισε τη δεκαετία του ’80 ανήκει πια στο παρελθόν. Πιστεύω ότι όταν η κατάσταση βελτιωθεί οικονομικά στην Ελλάδα ο Αθλητισμός πρέπει να πάρει μια θέση καλύτερη από αυτή που έχει τώρα. Για να γίνει αυτό πρέπει να ανοίξει ο δρόμος σε στελέχη με κατάρτηση στο Αθλητικό Μάνατζμεντ, το Μάρκετιγκ και την Επικοινωνία. Να αναζητήσει πηγές υγειούς χρηματοδότηση κι όχι μόνο χρηματοδότηση από ανθρώπους της νύχτας και της διαπλοκή, ή γονείς – χορηγούς των παιδιών τους.
»Και βέβαια ο Αθλητισμός πρέπει να μπει με σοβαρό τρόπο στα Σχολεία και στα Πανεπιστήμια. Χρειαζόμαστε αθλητές με μόρφωση που να μπορούν να σταθούν στη ζωή όταν θα κλείσουν την αθλητική τους καριέρα.
»Ξέρω ακούγονται λίγο ουτοπικά όλα αυτά όμως είμαι αισιόδοξος ότι όταν θα έλθει το πλήρωμα του χρόνου θα δούμε εμείς και σίγουρα τα παιδιά μας σημαντικές αλλαγές προς το καλύτερο».
– Πώς είναι δυνατό, ένας προπονητής αλλά και μεγάλος γνώστης (και της ιστορίας) του water polo και του αθλητισμού (διδάσκετε σε διάφορες χώρες μέσω σεμιναρίων για όλα τα παραπάνω) να έχει ξενιτευτεί εδώ και πολλά χρόνια. Τελικά η Ελλάδα «τρώει τα παιδιά της» ή οι γνώσεις σας, το ταλέντο σας, οι ικανότητές σας δεν χωράνε στην Ελλάδα της κρίσης;
«Δεν ήταν ποτέ αυτοσκοπός μου να δουλεύω στο εξωτερικό. Ισα, ίσα αυτό γίνεται καθαρά για λόγους επιβίωσης. Αυτό που συμβαίνει βέβαια στην Ελλάδα την εποχή αυτή συμβαίνει κι αλλού. Τα σύνορα πια έχουν ανοίξει, ζούμε σε αυτό που λένε Παγκόσμιο Χωριό. Κάθε χώρα ωστόσο πρέπει να βρίσκει τον τρόπο να κρατά εντός των τειχών της άξιους κι ικανούς. Γι’ αυτό απαιτείται περισσότερο από ποτέ κλίμα και συνθήκες αξιοκρατίας».
– Εχετε δηλώσει σε μια παλαιότερη συνέντευξή σας στον Σωτήρη Κακίση ότι «Εμείς ως Έλληνες την έχουμε και την ξενομανία μας. Περισσότερο μας εντυπωσιάζει όταν ένας δικός μας πάει στο εξωτερικό, παρά όταν επιτυγχάνει πράγματα εντός έδρας». Συνεχίζετε να το πιστεύετε;
«Η αλήθεια είναι ότι όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά κι εκτός οι άνθρωποι υπερβάλλουν, θεωρώντας ότι οι επιτυχίες όταν συμβαίνουν εκτός έδρας….έχουν μεγαλύτερη αξία. Η επιτυχία έρχεται σε χρόνο ανύποπτο και πάντα ξεπερνώντας αρκετές δυσκολίες όπου κι αν βρισκόμαστε. Κάθε επιτυχία λοιπόν έχει την αξία της και βέβαια αυτό που μας γεμίζει χαρά είναι όταν ακούμε κάτι καλό από συμπατριώτες μας που βρίσκονται εκτός Ελλάδας».
– Μπορεί να έρθει ένα αθλητικό αποτέλεσμα, μέσα σε μήνες ή σε ελάχιστα χρόνια ή είστε υπέρμαχος των μακροπρόθεσμων πλάνων από μια ικανή ομάδα ανθρώπων; Στην Ελλάδα έχουμε υπομονή για πενταετή πλάνα;
«Τα αποτελέσματα, όχι μόνο στον αθλητισμό, αλλά σε πολλά πεδία της κοινωνίας μας έρχονται με τη δουλειά και την πάροδο του χρόνου. Πολλές φορές ξεγελιόμαστε, πιστεύοντας ότι τα αποτελέσματα μπορούν να έρθουν γρήγορα. Πληρώνουμε όμως και μαθαίνουμε. Η ομορφιά είναι στο χτίσιμο. Αυτό που γίνεται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, με πολλή προσπάθεια, που οι άλλοι ονομάζουν θυσίες, αλλά εσύ το βλέπεις ως χαρά αφού παρακινείσαι εκ τω έσω με επιθυμία και στόχο να πετύχεις κάτι καλό».
– Μετά από 20 χρόνια, είναι τελικά η κορυφαία σας στιγμή, το Κύπελλο Κυπελλούχων με τη Βουλιαγμένη (με τα δικά της παιδιά εκτός του Λαμπάτου) το 1997, σε ένα κατάμεστο κλειστό του ΟΑΚΑ; Και τι σήμανε αυτή η επιτυχία για το ελληνικό water polo;
«Ηταν μια σημαντική στιγμή. Αναμφισβήτητα, αλλά για μένα κι ας μη θεωρηθεί υπερβολή, ήταν εξίσου σημαντική όπως το πρώτο Κύπελλο με την ομάδα Παίδων της Βουλιαγμένης το 1982 ή το πρώτο Πρωτάθλημα Ελλάδος με τη Βουλιαγμένη το 1991.
»Για το Ελληνικό Πόλο η «made in Greece» επιτυχία αυτή αφού στηρίχθηκε αποκλειστικά σε Ελληνόπουλα, θεωρώ ότι έδειξε στην πράξη ότι μπορούμε να κοιτάμε ψηλά, να είμαστε πιο φιλόδοξοι κι πιο απαιτητικοί από τις Ομάδες μας.
»Μην ξεχνάμε ότι ακολούθησαν το Κύπελλο Πρωταθλητριών με τον Ολυμπιακό το 2002, η 3η θέση στο Παγκόσμιο του Μόντρεαλ το 2005 ή η 3 θέση στο Παγκόσμιο του Καζάν το 2015. Ακολούθησαν κι οι μεγάλες επιτυχίες των Γυναικείων Ομάδων της Γλυφάδας, Ολυμπιακού, Εθνικού και βέβαια της Βουλιαγμένης που το 2009 και 2010 κατέκτησε δυο φορές συνεχόμενες το Κύπελλο Πρωταθλητριών».
– Ποια συστατικά μπορούν να φτιάξουν το «τέλειο φαγητό» στον αθλητισμό και να οδηγήσουν στην επιτυχία και στην εξέλιξη;
«Λίγο πολύ αναφερθήκαμε πιο πάνω. Οραμα, προγραμματισμός και δουλειά είναι τα μόνα συστατικά που εγγυώνται επιτυχίες. Και βέβαια υπομονή…».
– Ως γονέας, ως παλιός πρωταθλητής, ως ένα πολύπειρος προπονητής, αλλά και τεχνοκράτης βάσει των γνώσεων που αποκομίσατε από τη συμμετοχή σας (ως αρμόδιος εκτός των στενών ορίων της πισίνας) σε μεγάλες διοργανώσεις, ποια τακτική προτείνετε στους γονείς να ακολουθήσουν απέναντι στα παιδιά τους; Μέχρι ποιο σημείο πρέπει να πιέζουν ή να καθοδηγούν τα παιδιά τους για να ξεκινήσουν ή να συνεχίσουν ένα άθλημα; Πως μπορούν να αντιληφθούν τα όρια και τις συντεταγμένες επιτυχίας των παιδιών τους;
«Με τα δεδομένα της εποχής μας θεωρώ οτι τα νέα παιδιά πρέπει να συνδυάζουν τον πρωταθλητισμό ή καλύτερα τον αθλητισμό με στόχους και με τη μόρφωση. Πολλοί θα πουν οτι είναι δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο. Είναι δύσκολο. Το αναγνωρίζω. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα κι ο Αθλητισμός δυστυχώς δε συμβαδίζουν. Τα νέα παιδιά ωστόσο μπορούν με καλή διαχείριση του ελεύθερου χρόνου τους να τα συνδυάσουν και τα δύο.
»Οι γονείς πάντως πρέπει να αφήνουν τα παιδιά τους στην πόρτα του γυμναστηρίου ή της πισίνας και να φεύγουν. Ο χώρος είναι μόνο για τα παιδιά κι όχι για εκείνους. Αυτό είναι ένα σημαντικό λάθος που κάνουν πολλοί γονεί που θέλουν να είναι από πάνω από τα παιδιά και να ελέγχουν συνεχώς τον προπονητή. Τα παιδιά ακόμα και να μην καταφέρουν να πετύχουν μεγάλες διακρίσεις, από τον αθλητισμό μαθαίνουν πολλά που μαζί με τα γράμματα θα είναι σημαντικά εφόδια για τη ζωή τους. Θεωρώ ότι όσα παιδιά κάνουν αθλητισμό σε κάθε περίπτωση βγαίνουν κερδισμένα».
– Πόσο μεγάλο καλό σας προξένησε ο τρόπος εργασίας και λειτουργίας ως επαγγελματίας, που έχετε γυρίσει τον κόσμο, έχετε δουλέψει στο εξωτερικό, έχετε γνωρίσει διαφορετικές κουλτούρες και νοοτροπίες; Το προτείνετε στους νεότερους; Είναι αναγκαίο συστατικό ενός επαγγελματία;
«Εργατικότητα, γνώση του αντικειμένου, εντιμότητα, αφοσίωση, ικανότητα επικοινωνίας είναι μερικά από τα στοιχεία που μας οδηγούν μακριά. Δε νομίζω ότι αυτά αλλάζουν από χώρα σε χώρα. Μπορεί κάποιος να έχει εφήμερη επιτυχία από τύχη ή πονηριά. Ο χρόνος ωστόσο δε θα δικαιώσει αυτόν που δεν είναι ικανός και τίμιος».
– Κολύμβηση, water polo, Βουλιαγμένη, Παναθηναϊκός, Πανιώνιος, Εθνικές Ομάδες, Ιταλία, Γαλλία… Τι κρατάτε ως την πιο έντονη στιγμή της ζωής σας από αυτό το όμορφο αθλητικό ταξίδι που ακόμη συνεχίζεται;
«Ολα. Ειναι κομμάτια μιας ζωή. Σε όλους οφείλω πολλά γιατί μου έδωσαν την ευκαιρία να μάθω. Συνεργάστηκα με πολλούς αθλητές, κάποιοι από αυτούς συνεχίζουν κι αυτοί ως προπονητές. Κι αυτό με γεμίζει χαρά γιατί νιώθω πώς κάτι ίσως αφήνω και σε αυτούς. Βέβαια νιώθω ιδιαίτερη τιμή αφού δύο απο τους αθλητές μου, ο Γιώργος Μαυρωτάς κι ο Γιώργος Αφρουδάκης συγκαταλέγονται στους 13 αθλητές στην Ιστορία του Πόλο από το 1900 έως σήμερα με 5 συμμετοχές σε Ολυμπιακούς Αγώνες».
– Ο γιος σας πώς αντιμετωπίζει τη στάση ζωής του πατέρα του; Ποια ήταν η συμβουλή σας στον 18χρονο πλέον γιο σας, όταν μπήκε σιγά, σιγά, στο αγωνιστικό κομμάτι ενός αγώνα water polo και ποια στοιχεία έχει πάρει ως εχέγγυα από αυτόν τον χώρο;
«Με τον Αντώνη, τον γυιό μου, δε μιλάμε σχεδόν καθόλου για Πόλο. Και να ήθελα τώρα πια δε με αφήνει. Χαίρομαι βέβαια, γιατί τώρα που τελείωσε το Λύκειο, ως φοιτητής πλέον συνδυάζει τις σπουδές του με τον αθλητισμό. Είμαι βέβαιος ότι τα χρόνια που πέρασε στην πισίνα κι αυτά που θα ακολουθήσουν, θα του μάθουν πολλά που θα του φανούν χρήσιμα στην ζωή του».